Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2009

Πέρνω τον πιο μακρύ δρόμο απο όλους. Δεν επικοινωνώ με τους φίλους μου. Τους ζητάω πίστωση χρόνου. Μέστην στενότητα του χώρου πέρνω βαθιές αναπνοές. Θάλασσα, στόμα, μήνυμα, οβάλ πραγματικοτήτα, πράσινη βαμβακερή φανέλλα, μάτια κόκκινα. Στρίβει τσιγάρο. Ρωτάω. Αντιστροφή και ένα μεγάλο κατηγορώ. Ψάχνω την ταπεινότητα. Την ζητάω. Έχω ανάψει ένα καντήλι σε όλα τα ξωκλήσια. Ιεροσυλώ και καβαλάω την πίστη μου. Σε μια κόλλα χαρτί γράφω "Μιχήλ Άγγελος" και την αφήνω μαζί με τα δικά μας. Περνάω μέρες να προσπαθώ να καταλάβω έστω και μέσα απο τα σύμβολα. Βρέχει. Χτές προσπάθησα να γράψω σε μια ροκ σκηνή παρέα με ουίσκυ, ένα παραμύθι. Ήθελα να μπορέσω να χαρίσω κάτι στα παιδιά. Σε αυτά που υπάρχουν και σε εκείνα που θα έρθουν. Να φύγεις μου λέει αν δεν αντέχεις. Μα το κακό είναι που αντέχω. Το κακό είναι που αντέχω και δεν τα παρατάω. Πήρα όλα τα στενά. Γυρεύω μια ταπεινότητα ψυχής. Και το ξέρω πως ίσως να χει δίκαιο. Για πρώτη φορά. Μέσα σε μια σπηλιά σήμερα εφτά η ώρα το πρωί. Αγκάλιασα ένα γατί και του αφιέρωσα ένα όνειρο. Τι θλίψη να κάνεις τον άνθρωπο που αγαπάς δυστυχισμένο. Τι θλίψη να μην του χαρίζεις το πρώτο του παιδί. Εσύ. Εσύ. Που ποτέ δεν το φαντάστηκες έτσι. Τι σημμασία αν θα κάνεις μαζί το δεύτερο και το τρίτο. Την πρώτη χαρά του την χαρίζει άλλη. Και ίσως να χει δίκαιο. Δεν αντέχω. Δεν αντέχεται τούτος ο πόνος. Να φύγεις, φωνάζει με στην ανισορροπία του. Θα φύγω. Θα φύγω.....

Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2009

Ανάμεσα στο καλοκαίρι και τον χειμώνα μεσολαβεί το φθινόπωρο. Και γώ μέσα μου νιώθω και τις τρείς εποχές. Το καλοκαίρι να με καίει, το χειμώνα να με παγώνει και το φθινόπωρο να είναι κάτι στο μεταξύ. Κάτι χλιαρό. Ακούω τους γείτονες να συνεχίζουν την ζωή, εκείνη που έχουν νοηματοδοτήσει ανάμεσα στην καθημερινότητα και σε όσα η κοινωνία προσδοκεί. Σε όσα μας αρπάζει και μας αφήνει κενούς. Όχι,οτι και εγώ δεν είμαι μια απο αυτούς. Μα εγώ το νόημα δεν το βρίσκω. Και αυτοί κάποιες φορές μοιάζουν τόσο ευτυχισμένοι. Και το πλαίσιο. Η σταθερή. Είναι εκεί και μοιάζουν να βοηθούνται. Κτυπώ τον υπολογιστή. Με σχέση αγάπης. Ίσως παθολογική. Υστερόμορφη θα έλεγε ο άντρας μου. Εκείνος που δεν υπάρχει. Βάζουν στο φούλ την τηλεόραση και βλέπουν διαφημίσεις. Κάθομαι στον κήπο. Μας χωρίζει ο "φραμός". Ακόμη και στο σπίτι μου παραβιάζω τον βίο άλλων ανθρώπων. Ακούω τις συζητήσεις τους, τα νέα τους, τις φωνές τους. Ζηλεύω. Αντικρούει τόσο πολύ τη μοναξιά μου. Τις νύκτες σκέφτονται πως μοιάζει η ελευθέρια, μου λέει ο άντρας μου. Μα εγώ τους ζηλεύω. Γιατί μεστο πλαίσιο δεν θέλουν να κάνουν άλλα ταξίδια. Γιατί ετούτοι δεν θέλουν να γνωρίσουν. Γιατί είναι ευτυχισμένοι έτσι όπως είναι. Βλέπουν βραζιλιάνικες σειρές και αποκοιμούνται στην πολυθρόνα. Κάποτε τους λυπόμουν. Τώρα τους ζηλεύω. Καμιά φορά εύχομαι να ήταν και η δική μου ζωή τέτοια. Με αρχή και τέλος. Απλή. Χωρίς ταχυκαρδίες. Χωρίς να ζαλίζομαι απο τις σκέψεις. Χωρίς να νιώθω οτι όσο και να ζώ δεν θα κατακτήσω. Χωρίς την μελαγχολία που το είναι δεν είναι ενάλαφρο. Και δεν με πειράζει τόσο που είναι βαρύ. Με πειράζει που δεν μπορώ να το μοιραστώ με κανέναν. Με πειράζει τόσο πολύ ο εγωισμός, η επιφάνεια, ο ναρκισσισμός στις σχέσεις. Με πειράζει να μου θυμίζουν οτι μόνοι μας γεννιόμαστε και μόνοι μας πεθαίνουμε. Ναι, ρε μαλάκες. Όμως δεν ζούμε μόνοι μας. Μαζί ζούμε. Μαζί γαμώ την πουτάνα μου, κι όσο ζούμε μαζί οφείλεις να κοιτάς και απέναντι. Και μέσα. Και πρώτα μέσα και μετά απέναντι.
Τελειώνουν οι μέρες. Η απόσταση απο το καλημέρα μέχρι το καληνύκτα μοιάζει σαν το πύργο της Βαβέλ.Όσο ανεβαίνω τόσο ξανακατεβαίνω. Θέλω να γίνω αόρατη στους δρόμους της Αθήνας και την νύκτα να κάθομαι για ώρες στην Ψείρα με ένα ποτήρι ρακόμελο. Θέλω να κάτσω στο Σύνταγμα και να χαζεύω τους ανθρώπους που τρέχουν σαν μυρμήγκια. Θέλω να τρέξω να χωθώ ανάμεσα τους, να γίνω ένα με την μάζα χωρίς καμία κατεύθυνση. Θέλω να κάτσω πάνω στο γεφυράκι να βλέπω το πορτοκαλί τρένο να περνά. Να φαντάζομαι οτι πετάγομαι στην οροφή του και οτι με σώζει στροβιλίζοντας με ο σκανδαλώδης ήχος του. Εκείνος που αφυπνίζει μονάχα πεθαμένους. Θέλω να κάτσω στο τρένο στο Ρούφ, αν υπάρχει ακόμα και να απολαύσω μια παράσταση με ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Εκεί θα ήθελα να υπήρχες. Εκεί σε φαντάζομαι σαν σε άλλες δεκαετίες που οι άνθρωποι ήταν βγαλμένοι απο ασπρόμαυρες ταινίες. Με μουσική του 50΄ και χαμογέλα, αγνά, χωρίς υποσχέσεις.Δεν ξέρω αν υπήρχαν ή αν με παρασύρει το κάδρο. Πλανιέμαι ανάμεσα σε τρείς άξονες. Σαν μηχανή του χρόνου ταξιδεύω ανάμεσα σε παρόν παρελθόν και μέλλον. Ζαλίζομαι και φοβάμαι.Πίστωση. Έκπτωση. Και μετά ταπί. Αν υπήρχε μόνο ένας άνθρωπος για εγγύηση. Ένα μπουκάλι φυλακισμένο με απαντήσεις. Θα τις πίστευα;Δύο καφέδες. Σκέτους. Ακόμα δεν έχω λάβει το καλημέρα σου. Μετά το ταξίδι χύνομαι αδιάκοπα σε ιστορικά ανθρώπων με όλη την χυδαιότητα ενος δημοσίου υπαλλήλου.

Να σου δώσω μια αλήθεια που να μην πονά ή κάποια που να πονά λιγότερο.

Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2009

Χαλασμένη τεχνολογία. Χαλασμένη επαφή για μέρες. Μου έλειψε το ορθογώνιο κουτι, το ηλεκτρικό περιθώριο, οι ήχοι του κουμπιού. Μου έλειψε μια γνήσια αγκαλιά. Χωρίς λόγια. Ναί. Χωρίς τίποτα να την βάλει σε πλαίσιο. Αφρική. Παραγκούπολη. Βρέχει μου λές και μπάζει. Κοιμάμαι εξαντλημένη χωρίς καληνύκτα. Σήμερα αλλάζω τις γεύσεις. Σινεμά για μέρες. Θα χουν περάσει 20 ταινίες χωρίς εσένα. 20 άδειες αίθουσες. Στην αρχή γούσταρα μετά πάλι κάτι έλειπε. Το περπάτημα σου. Ο θόρυβος των τσίπς, το ποιός θα αγοράσει τα εισιτήρια και ποιός τα νερά. Το χαμόγελο σου. Εκείνο που κρύβεις γιατί φοβάσαι μην συνηθίσω. Εκείνο που τελευταία ήταν τόσο αυθεντικό. Τα πιο μικρά πράγματα. Εκείνα έλειπαν. Και μετά φόβος. Και μετά πανικός. Για όλα όσα θα άλλαζαν. ΄Τέσσερις μέρες. Τίποτα δεν θα αλλάξει. Θα αποσταίνει πάντα ενα αν στις ζωές μας. Φίλμ νουάρ σήμερα. Έχω ήδη αργήσει. Η κουμανδαρία έχει τελειώσει εδώ και μέρες. Και απο τότε φοβάμαι τα πάντα. Όλα όσα βλέπω νηφάλια. Τα πάντα χωρίς καμία επιβεβαίωση του ασφαλούς. Κανένα δακτυλίδι δεν σφραγίζει την ηρεμία της ψυχής. Ναί. Το ένιωσα κι αυτό. Και δεν το θέλω πια. Σκουλαρίκια απο κοχύλι. Φτάνει να μπορούν τα χέρια μας να αγκαλιάζουν ο ένας τον άλλο χωρίς να ακρωτηριάζονται.
Κάνω τσουλήθρα στις ζωές των ανθρώπων. Μπαίνω κρυφά στα σπίτια τους και φανερά στην καρδιά τους. Αυτοπροσκαλούμαι στα πάρτι τους γιάτί ξέρω πως μαζί μου θα διασκεδάσουν. Αθυροστομώ στις κουβέντες που πλανόνται στους ήχους, γιατί ξέρω πως το αυτί θα αλλάξει κατεύθυνση και τη νύκτα το μυαλό νευράξονα. Αφουγκράζομαι μια ακάταπαυστη ανησυχία και παγώνω κάνοντας πως δεν την καταλαμβαίνω, γιατί μοιάζει τόσο πολύ με την δικιά μου. Και εγώ δεν έλυσα τα δικά μου γιατί, πώς να σου χαρίσω μια νοσταλγία που να μην πονάει η απόσταση της; Μου χαρίζουν πράσινες πέτρες και όσο δεν τις φοράω η ενέργεια μου μοιάζει με ανεμόμυλο την ώρα που το αγέρι κοπάζει. Ακίνητο. Με φτερά, αλλά ακίνητος. Περιμένω ένα φίλμ νουάρ για να βουλιάξω στην μαύρη μελαγχολία προσδοκώντας να πιάσω την ίριδα και να την φυλάξω μέσα μου. Κάποτε κυνηγούσα πεταλούδες. Μεχρι που μου είπαν ή διάβασα, δεν θυμάμαι, πως όταν τις πιάνεις, εκείνες δεν μπορούν να πετάξουν ξανά. Θυμάμαι τη σκόνη τους στην παλάμη μου. Μετά ένιωσα δολοφόνος. Και μετά. Δεν ξανάπιασα ποτέ πεταλούδα στα χέρια μου. Μόνο τις χάζευα. Έχω βάλει στο pause ένα γλυκό πρόσωπο. Και κάθε προσπάθεια ωραιοποίησης της πραγματικότητας. Η αλήθεια είναι άσχημη και πονάει. Η αλήθεια είναι βρώμικη και αδιαπραγμάτευτη. Πηγαίνω μακρινούς περίπατους στο βουνό. Ονειρεύομαι ένα σπίτι απο πέτρα, ξύλο και τζάκι. Ονειρεύομαι μια ζωή όχι εύκολη, ούτε όμορφη, ούτε πλούσια. Ονειρεύομαι μια ζωή που να με αφήνει να είμαι.Μια ζωή με κάποιον που να καταλαμβαίνει οτι η αγάπη είναι δυνατή απο μόνη της και δεν χρειάζεται ανασφάλεια για να νιώσει ζωντανή. Η ασφάλεια απο την ανασφάλεια χωρίζεται με ένα μονο αν.

Ανατροπή
Αναρχία
Ανταλλαγή
Ανταρσία
Αντοχή
Ανταπόκρουση
Αντίδραση
Αντιπαλότητα
Αντεπίθεση

Αν ένα μονο αν έκανε την ανασφάλεια, ασφάλεια, θα ήταν όλα αλλιώς.
Θα ήταν?

Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2009

Κυριακή μεσημέρι

Δύο η ώρα... η γιαγιά Μαρίτσα καθόταν έξω απο την καμαρούλλα της.
Αν τύχαινε να έρθει κάποιο απο τα εγγόνια της ή απο τους γιούς της να την πάρει είχε καλώς.
Αλλιώς έτρωγε μόνη της και έλεγε δόξα τω Θεώ. Η αλήθεια είναι πως σπάνια να έμενε Κυριακή μεσημέρι μόνη στο σπίτι. Τι σπίτι δηλαδή, μια καμαρούλλα που της έκτισε ο γαμπρός της δίπλα
απ΄το σπίτι της κόρης της. Λίγα χρόνια μετά την εισβολή. Μετά που έχασε το σπίτι της. Η γιαγιά Μαρίτσαμε τα 6 παιδιά και τα 17 εγγόνια. Η γιαγιά Μαρίτσα με το όμορφο μειδίαμα και τα γλυκά μάτια. Η γιαγιά Μαρίτσα που όλους μας αγαπά το ίδιο. Που ποτέ δεν έκανε διάκριση για κανενάν. Η γιαγιά Μαρίτσα. Που ήθελε να γίνω δασκάλα μα σαν της είπα οτι πέρασα δημοσιογράφος πιότερο χάρηκε. Απο κείνη την μέρα την αγάπησα τόσο πολύ που για κανέναν άλλο άνθρωπο δεν ένιωσα έτσι. Ο μοναδικός άνθρωπος που ποτέ δεν έψαξε για ανταλλάγματα της σχέσης μας, ο μοναδικός άνθρωπος που με δέκτηκε όπως είμαι. Ο μοναδικός άνθρωπος που όταν πήρα τρία διαφορετικά πτυχία δεν με ρώτησε πώς και γιατί. Που χαιρόταν με την χαρά μου και λυπόταν με την λύπη μου. Που ποτέ δεν με ρώτησε γιατί δουλεύω στο περίπτερο ούτε γιατί είμαι 28 χρονών και δεν παντρεύτηκα ακόμα. Τόσα χρόνια που την ξέρω, σταθερή φιγούρα στη ζωή μου. Η γιαγιά μου με τα μαύρα ρούχα και τα άσπρα μαλλιά. Η γιαγιά μου που κάθεται πάντα στην ίδια θέση. Που το πρόσωπο της ρουφά και την αγωνία και την ανησυχία μου. Για τα πάντα. Τούτη τη φορά της το χρωστούσα. Τούτη την φορά ένιωθα πως έπρεπε να την επισκεφτώ, σαν τον δολοφόνο που πάει στον παπά να εξομολογηθεί το έγκλημα του. Ένιωθα πως αν κάποιος θα μου έδινε την ευχή για να προχωρήσω μετά την αναμπουμπούλα, έπρεπε να ήταν εκείνη. Κρύφτηκα στην αγκαλιά της και της είπα τα πάντα. Έμεινε μια απλή γιαγιά. Ούτε χρησιμοποίησε την ηθική του καιρού της, ούτε αναστύλωσε το βλέμμα της. Μονάχα έκανε αυτό που έκανε πάντα. Με άφησε μόνη να αποφασίσω, χωρίς να επηρεάσει την βούληση μου. Και έτσι χωρίς ποτέ να πούμε πιο πολλά πήρα την ευχή της. Απο εκείνη τηνμέρα έκανα καιρό να δω την γιαγιά Μαρίτσα. Δεν ξέρω αν ήταν συνειδητά ή ασυνείδητα, αν ήταν επειδή δεν ήθελα να της πω που με οδήγησε ο δρόμος που πήρα. Ίσως γιατί ούτε εγώ ξέρω. Μια μέρα διασταυρώθηκαν τα βλέμματα μας. Μια μέρα που η μάνα μου με έστειλε να της πάω φρέσκες μελιντζάνες απ΄την αυλή. Και κάθισα ξανά απέναντι της. Ήταν η πρώτη φορά που είδα την γιαγιά μου να κλαίει. Ήταν η πρώτη φορά που έγινα και πνευματικός και εξομολογούμενος. Ήταν η πρώτη φορά που παρηγορήσαμε η μια την άλλη. Ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα πως η γιαγιά πονούσε για μένα. Απο κείνη την μέρα υποσχέθηκα στον εαυτό μου, όποιο δρόμο και να έπαιρνα, να έφερνα στο νού όχι τα μάτια της μάνας μου ούτε εκείνα του πατέρα μου. Τα μάτια της γιαγιάς Μαρίτσας. Ο μοναδικός μου καθρέφτης. Τα πιο καθάρια μάτια που γνώρισα ποτέ στη ζωή μου.
Καμιά φορά φοβάμαι οτι η γιαγιά Μαρίτσα θα πεθάνει και δεν θα δεί το σπίτι μου με τις λεμονιές.
Οτι δεν θα γνωρίσει ποτέ τον άντρα μου και τα παιδιά μου. Ποιός να προτρέξει το μέλλον και ποιός να
διορθώσει το παρόν. Μακάρι η ευτυχία να ταν αντικείμενο να το πάω στη γιαγιά να το εξαργυρώσω.
Να της δώσω εγγυήσεις για ολους εκείνους που αγαπά. Η γιαγιά Μαρίτσα. Και στύλος και βράχος.
Κι εγώ Η προέκταση του εαυτού της. Λίγο πιο τολμηρή, λίγο πιο αδιάκριτη, λίγο πιο μαζοχίστρια.
Κάλη χώνεψη γιαγιά και καλή ξεκούραση..Δεν είναι μόνο όλα όσα ζήσαμε. Είναι όλα εκείνα που συνεχώς θα αλλάζουν. Εσύ όμως θα κάθεσαι πάντα στην ίδια καρέκλα. Και θα με περιμένεις γιαγιά.
Γύρισα σπίτι και βρήκα το ηλιόδεντρο να με κρατά αγκαλιά στον ίσκιο του.
Να μου δίνει ήλιο και οξυγόνο να αναπνέω.
Να κάνει παγκάκι το ξύλο του να κάθομαι απάνω
και να μου μιλά για βραδιές στην Χαϊδεμβέργη..
Το χνούδι με καλωσόρισε χαϊδεύοντας απαλά όσα
του διηγήθηκα. Σαν να μην πόνεσα ποτέ.
Σαν να μην έκλαψα ποτέ.
Σαν να μην έφυγα ποτέ....
Εκείνος λείπει. Ο μαυρόασπρος σίφουνας της ζωής μου.
Κρατώ το τελευταίο του κείμενο στα χέρια μου.
"Εν κινήση"...πριν φύγει ζήσαμε ξανά τις προτελευταίες μέρες.
Σαν να μην μας χώρισε ποτέ τίποτα.
Σαν να αγαπιόμασταν δίχως την μοίρα και δίχως τον φόβο.
Σαν να ζούσαμε ακόμα στο σπίτι στο βουνό.
Γύρισα σπίτι και βρήκα τους φίλους μου έτσι όπως ακριβώς τους άφησα να με περιμένουν.
Η Αμαλθούσια, εκείνη η γυναίκα με την τόση έμπνευση.
Σταθερή. Σταθερές.
Οι φίλοι μου. Οι μόνες μου σταθερές.
Ενώνουμε όλοι μαζί 24 γράμματα.
Και φτιάχνουμε ιστορίες που δεν πουλιόνται.
Γιατί την αλήθεια δεν μπορείς να την πουλήσεις.
Ούτε να την αγοράσεις.

Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2009

για τους πυλώνες που φοβήθηκες....

Θυμός. Απογοήτευση. Λύπη. Για την βαλίτσα που με έκανες να κλείσω μέσα τα όνειρα μου. Γράφω και πονάω. Όπως γράφω και λέω, τι μαλακίες λέω. Η ευθύνη ήταν δική μου. Σε ήξερα και με ήξερα. Σαν διάβαζα καλά τις γραφές μου ήξερα πως η ιστορία θα ταν κάπως έτσι. Και ναί, ήξερα με όλη την ευθύνη της γυναίκας που μπαίνει με τα χέρια στην ανάταση στον ανεμοστρόβιλο, ήξερα πως μετα απο αυτό το ταξίδι τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο. Έβαλα το τελευταίο στοίχημα μαζί μου. Τράβηξα το καζαντί εκλιπαρόντας η μπίλια να βρεί το 10 ή το 1. Τους αγαπημένους μου αριθμούς. Έκλεισα τα μάτια και ευχήθηκα να μην σε έχανα. Και με ζάλισε τόσο πολύ ο ανεμοστρόβιλος που δεν ήξερα τελικά ποιό ήταν το δέον...οχι το πρέπον δεν με ένοιαζε. Μονάχα το δέον. Για την ψυχική μου γαλήνη, για την ψυχική μου ισορροπία. Σφαγιάζομαι...Για όλα οσα δεν μοιάζουν ίδια. Για όλα οσα είναι ακριβώς τα ίδια. Αιμορραγώ που έχασα μεστον ποταμό μια μέρα την πίστη μου. Μια νύκτα με ολόκληρο φεγγάρι. Εκεί που θα έκτιζα το σπίτι μου. Εκεί. Στο τετραγωνισμένο σπαρμένο οικόπεδο. Σε είδα να φεύγεις. Είδα τα παιδιά μου να φεύγουν μαζί σου. Είδα τον κήπο μας να μαραίνεται. Κράτησα ένα φτερό απο τον ποταμό. Εκεί που σε θυμήθηκα να με αγαπάς τελευταία φορά. Εκεί που το χέρι σου ακούμπησε την παλάμη μου. Εκεί που έκλαψες σαν προδότης. Σαν μωρό. Σαν άνθρωπος. Οι πυλώνες της ηλεκτρικής μας έκαψαν τα μυαλά. Δεν έπρεπε να κτίσουμε το σπίτι μας τόσο κοντά. Όχι σε ρευματοφόρα οικόπεδα. Δεν φοβόμασταν τον καρκίνο μέχρι που γίναμε οι ίδιοι καρκίνοι. Καρκίνοι της αγάπης μας.
Τόσο αγαπηθήκαμε που κανείς δεν μας πίστευε. Ντουλάπια απο φαντάσματα. Τα είδα όλα. Πόσο αντέχει κάνείς; Tόσο. Κι άλλο τόσο. Μόνο που καμιά φορά η ίδια η δύναμη χάνει τη σημμασία της και καταντά βαρετή. Και γώ την έχω σκυλοβαρεθεί.