Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2010

Αρ..........μπλέ

Άννα,
Πρέπει μου λές και γώ δεν ξέρω γαμώτο πως μοιάζει το πρέπει.
Μ αγαπάς και σ αγαπώ.
Στην μπυραρία πίνουμε μπύρα και τρώμε nachos.
Μέσα του Μάη.
Εγώ ετοιμάζομαι για Αμερική και συ μου λές
δεν θα αντέξεις να με χάσεις.
Εγώ σου λέω που ξέρεις.....θα γυρίσει εκείνος
και όλα θα αλλάξουν...
Πού ξέρεις σου λέω ίσως μείνω.
Παραγγέλνουμε τρίτη μπύρα. Ζέστη.
Το γκουάπα απέναντι. Μεταφέρθηκε. Χάλια.
Ο Τάσος μας χαιρετά.
Τσουγκρίζομαι τα ποτήρια.
Σε αυτά που θα ρθουν και στους καινούργιους μας δρόμους.
Κάνουμε σχέδια για τα Χριστούγεννα να έρθεις στο Σικάγο.
Δεν θές να φύγω λές.
Δεν έφυγα ποτέ...................
Δεν έφυγα ποτέ.
Καλοκαίρι.
"Θέλω να συνεχίσουμε να αλληλογραφούμε", μου είπε.
Και η Άννα δεν έχασε ποτέ την φιλενάδα της.
Μόνο η φιλενάδα της έχασε για πάντα τον αποστολέα.
Λικέρ Αγίας Νεκταρίας. Ντοστογιέφσκι.
Πώς μοιάζει να κρατάς αγκαλιά το μωρό σου?
Εγώ θα μαι στο γραφείο και συ θα κάθεσαι ήσυχα,
με το λικέρ και τα βιβλία σου..
Έτσι έλεγες.
Και γώ κάθομαι ήσυχα
μα εσύ δεν είσαι στο γραφείο.
Το άνοιξα. Μετά απο τόσο καιρό.
Το δωμάτιο φάντασμα....
Πώς μοιάζει να κρατάς το παιδί σου>?
Άραγε.....ξεφοβήθηκες το χάδι...
"Δεν ξέρεις να χαιδεύεις παιδιά"
"'Οχι, δεν ξέρω"......
Βοηθός θαλάμου. Αναμετάδοση.
Ο άντρας, η γυναίκα, το παιδί.
Συγχώρεσε με.
Που δεν σου χάρισα το πρώτο....που δεν σε έμαθα να αγκαλιάζεις.
"ο παίκτης".
Ο παίκτης.
Δεν ξέρω αν θέλω να μου το πείς πια.
Δεν ξέρω αν έχει σημμασία πια.
Δεν ήμουν εκεί και δεν ήσουν εδώ.
Δεν ήσουν εδώ και δεν ήμουν εκεί.
Ίσως έτσι έπρεπε να ήταν πάντα.
Αγία Νεκταρία. Λικέρ. Βιβλίο.
Μιχαήλ Άγγελος, εσύ και η Μαρία.
Θυμάσαι μια μέρα στη Λάνια που σου είπα δεν συνηθίζεται να πεθαίνεις μόνος......
Συνηθίζεται τελικά.
Στο τανγκό ένας αουτσαίτερ.....το πάθος είναι αλλού.
Όχι εδώ. Δεν ξέρεις μου λές πως είναι.
Όχι δεν ξέρω.
Η κατάρα η μόνη μου ερωμένη έλεγες.
Μια μέρα βρήκα ένα χαρτί που έγραφες οτι μαγαπούσες.
Ένα κομμάτι χαρτί με έκανε να μην σε παρατήσω ποτέ.
Ούτε την ώρα που μου το ζήταγες .
Η κατάρα και η αγάπη.
Παιδούλα τότε κράταγα μόνο την αγάπη μέχρι που η κατάρα
με πάγωσε.
Χιονίζει στο Τρόοδος. Τώρα πια δεν μου ζητάς να πάμε μέχρι
το σπίτι της γιαγιάς να ανάψουμε το τζάκι.
Τώρα πια ένας απόγονος έσκισε όλες τις σελίδες της γενιάς του πελάγου.
Και η φυλή μας έμεινε χωρίς αρχηγό.
Ο αχινός χωρίς γυναίκα και η γυναίκα χωρίς καλύβι.
Η κόρη του Πενθέα υπάρχει μόνο σαν τον γκιώνη τις νύκτες.
Προδοσία. Για πάντα.
Δεν θέλω να ξέρω. Η αλήθεια είναι δεν θέλω να ξέρω.

Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2010

Μονμάρτη. Σαν εικόνα απο μπορζουαζίδικα κείμενα. Δρομάκια απο ζωγράφους με τρίγωνο μούσι, να αποθανατίζουν για πάντα την αθωότητα μου. Εσύ μαζί μου. Πιο αθώος απ το πορτρέτο. Ένας αόρατος άνθρωπος. Σε κουβαλούσα πάντα μαζί μου για παρέα. Δεν καταλάμβαινα πολλά τότε. Το μόνο που ήξερα είναι οτι κάποια στιγμή θα σε παράταγα γιατί δεν μπορύσα να πεθάνω χωρίς να ερωτευτώ.
Σόφια. Το κρύο με πεθαίνει. Εσύ ένας νεκρός άνθρωπος, χαμένος στις αναμνήσεις σου. Μια παγωμένη νύκτα τα κορμιά μας ξυπνούν την ανάγκη σου για κακοστημένη συνέχεια της ματαίωσης με τρόπο αυθεντικό και απροσπέραστο.
Θεσσαλονίκη. Εκεί που σε προσπερνώ σε βρίσκω καλοστημένο σε ένα μικρό βιβλιοπωλείο στις Σέρρες. Δεν υπάρχεις. Δεν υπάρχω. Είμαστε και οι δύο νεκροί.
Άμστερνταμ. Κρέμασα το γιατί σε ένα ολλανδέζικο ποδήλατο και τράκαρα λίγο πρίν το κανάλι. Στις βίτρινες στήθηκα σαν πόρνη και γάμησα κάθε μου ανάγκη να αγαπηθώ- όχι να αγαπήσω-να αγαπηθώ.
Λεμεσός. Δικαστήριο που στήνεται για μένα χωρίς εμένα. Δέχομαι το πρόστιμο και το πληρώνω με το λιγοστό οξυγόνο που μου δίδεται σαν χάρη ζωής.
Πολωνία. Κλέβω μια στιγμή αυτούσιας ύπαρξης. Σε περιμένω και με περιμένεις. Κάπου στην άκρη ένα όνειρο περιμένει να το χαιδέψουμε, να το θρέψουμε με τον καρπό του άντρα που χαρίζει για πάντα στην γυναίκα.
Το κατασφάξαμε. Λέγαμε τούτο το όνειρο δεν μπορεί να γεννηθεί. Το αρνήθηκε και η μάνα του και ο πατέρας του. Το πιάσαμε απο τα χέρια τα πόδια, το πνίξαμε απο παντού. Έκτρωση ή απλά δεν μπορούσε να αναπτυχθεί σωστά? Αποβολή. Του πιο αγνού ονείρου. Τα χρωματοσώματα ήταν λιγότερα, ο οργανισμός απέβαλε.

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2010

Πρωτεύουσα...αυτή που άλλοτε έμοιαζε η πιο μεγάλη απόσταση απο σένα,
αυτήν τώρα επιζητώ.
Πρωτεύουσα. Τρία χρόνια πρίν.
Η ίδια προσδοκία..η ίδια διαφάνεια, και η πόρτα ανοικτή
στο καινούργιο.
Έβγαλα τα τρισδιάστα γυαλιά,
αυτά που όλα τα έκαναν πιο ογκώδη, πιο χρωματιστά,
πιο αληθινά ψεύτικα.
Κουρασμένα τα μάτια πέρνουν το χρόνο τους αιχμαλωτίζοντας
εικόνες αποσταγμένες απο τεχνητά επιπρόσθετα.
Έλεγα πήρα τον χρόνο μου, μα σήμερα έξι η ώρα το πρωί
αριστερά στο στήθος είναι εκεί και με πονάει.
Το αφήνω να είναι. Το αφήνω να επιτίθεται.
Μόνο που αυτή τη φορά δεν επιτίθεμαι πίσω.
Κάνω βήμα πίσω.
Η γραμμική αναπαραγωγή του πολέμου έλαβε τέλος.
Πρωτεύουσα.
Για πρώτη φορά δεν με πειράζει.
ΓΙα πρώτη φορά δεν συγκρούομαι ούτε μαζί μου.
Μια απέραντη ησυχία με βάζει για ύπνο το βράδυ.
Εκείνη εκεί. Αγέρωχη, πόσο πολύ την νοστάλγησα
πόσα της πήρα μακριά.
Εκείνη δεν φοβάται. Γι αυτό και συναίνεσε
γνωρίζοντας την ισορροπία του σύμπαντος και οτι ο πόνος
είναι ίσως το πιο δυνατό απ όλα τα μάθηματα της εξέλιξης του είδους.
Μια ταλάντωση μακριά...
Κάτι θέλει να μου πεί οτι συσσωρεύεται στο αριστερό στήθος.
Κάτι θέλει ακόμα να πεί.
Δεν βαρέθηκες ? το ρωτάω αγουροξυπνημένη......
Πρωτεύουσα οκτώ η ώρα το πρωί.
Μια ομάδα καινούργιων ανθρώπων αλλάζει το ποιόν μου.
Ρε μαλάκα γι αυτό με πονάς???
Αρκετά δεν ασχολήθημα μαζί σου..? Ξούτ, ξούτ....
Θα είσαι πάντα κομμάτι μου, δεν χρειάζεται να με πονάς.
Έλα χαλάρωσε. Κάποια στιγμή η τελετή του αποχαιρετισμού
πρέπει να κορυφωθεί.
Θα αγαπηθούμε ξανά κάπου αλλού.
Με πιο πολύ χρώμα, με διαφορετικά κεφάλια, λίγο πιο μαύροι,
λίγο πιο άσπροι , αλλά σίγουρα όχι ασπρόμαυροι.
Καλημέρα πόνε.
Όσο και να μου φωνάζεις δεν σου ανήκω.
Μετά το καφεδάκι θα πάμε να συναντήσουμε εκείνους.
Και εσύ πρέπει να αντέξεις.
Δεν σου ανήκω πια.
Θα σου ζωγραφίσω χέρια και θα αγκαλιαστούμε.
Όταν είσαι έτοιμος.
Και μετά θα χωρίσουμε.

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2010

4 η ώρα το πρωί. Είναι πεθαμένος. Ο λώρος κόπηκε. Δεν υπάρχει πια. Έπρεπε να τον φέρει σε μπουκάλι να το δώ. Και το έφερε. Το άφησε στο τραπέζι και έφυγε. Έκανα την ανήξερη. Και τώρα πάει έξι. Το μπουκάλι είναι εκεί. Η κάθε προσπάθεια να αγαπηθούμε. Την έφερε για να την θάψω. Την έφερε πεθαμένη για να την θάψω. Γύρισε για να τον δω πεθαμένο. Γύρισε για να τον φιλήσω τούτη την φορά πριν φύγει. Του έκλεψα το εδώλιο. Το μοναδικό του δώρο. Οταν μου το χάρισε με αγαπούσε. Και πριν δυο μέρες το έκλεψα ύπουλα απο τον λαιμό του, θεωρώντας οτι μου ανήκει. Δεν συνάντησα τίποτα πιο δικό του....το άρπαξα. Και τώρα σε λίγο καιρό θα έχει κάτι ολόδικο του. Υπεράνω όλων. Υπεράνω της αγάπης μας. Η σχέση μας μοιάζει απαγορευμένη. Εγώ ενας outsider. Στο σιγύρισμα της ζωής του δεν κυκλοφορώ σε κανένα ραφάκι. Μονάχα σε κάτι σεντόνια γεμάτα σπερματοζωάρια. Τα κρέμασα στο παραθύρο και απο εκεί κατέβηκα τον τρίτο. Φρικιασμένη βλέποντας αναγκαζόμενη πως σκοτώνεται η αγάπη την κηδεύω σήμερα. Κι ας με λές φονιά. Μέσα μου είμαι τα πάντα. Και φονιάς και πρόβατο και δήμιος. Μόνο μην γυρίσεις ποτέ και σε καμιά ζωή. Μόνο μην στοιχειώσεις ξανά τη ζωή μου. όσο ήταν να πληρώσω πλήρωσα, ακούς? Ο δείκτης μου στράβωσε να δείχνει προς τα μέσα. Αυτό δεν ήθελες πάντα? Τώρα γίνε χαρούμενος, με την γκαρσονιέρα και την διαιώνιση του είδους. Με ταξίδια ακτιβιστικού χαρακτήρα για να νιώθεις ζωντανός και βύζαγμα μητρικού γάλακτος. Αληθινού τούτη τη φορά. Έχασες μικρή. Όλες τις μάχες. Πέρασες το τέρμα πάει καιρός και δεν το χεις καταλάβει. Να μάθεις να χάνεις ονειροπαρμένη. Να μάθεις να δέχεσαι την ήττα σου, να μαζεύεις τα κομμάτια σου και να φεύγεις. Μαμά. Γιατί δεν μου έδειξες ποτέ πως το κάνουν? Δεν σε άφηνα μαμά. Ήμουν τόσο σίγουρη. Ήμουν πάντα τόσο σίγουρη....Βγάλε κρασί και χαλούμι. Έρχομαι σπίτι. Αυτό δεν κάναμε στις κηδείες? Βγάλε να φάμε και να πιούμε στην υγειά του. Άσε με να πλύνω τα χέρια μου που είναι γεμάτα χώματα στον νιπτήρα σου. Δέξου με όπως πάντα και αγάπα με όπως πάντα μαμά. Έρχομαι σπίτι.

Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2010



Το πρωί με βρήκε μεστη νύκτα. Να σκάβω λάκο την αγκαλιά σου και να χώνομαι μέσα. Κανένα μάτι δεν έκλεισα. Κανένα απ τα δυό. Φοβόμουν πως θα πάγωνε η στιγμή και εγώ ήθελα να την κρατώ έτσι ζεματισμένη μέχρι να κτυπήσει το ξυπνητήρι, μέχρι το τέλος της περιόδου, μέχρι να ανατείλει το φώς που αναστέλλει όλα τα θέλω. Κουβαλήσαμε όλους τους εαυτούς μαζί και τους βάλαμε να κοιμηθούν παρέα. Μπάχαλο γίναμε. Ετούτη τη φορά δεν είχα καταλάβει ποιον δικό σου έφερες και δεν είχε σημμασία μέχρι που η κάπνα και το ουίσκυ με εγκατέλειψαν. Σαγαπούσα το ίδιο. Αν κάτι ήταν εκεί και μου μίλαγε ήταν τούτη η αγάπη που είναι πάντα εκεί. Προσπάθησα να την σκοτώσω. Ω ναί. Και νόμιζα πως τα κατάφερα. Μα είναι εκεί, πάντα εκεί, υποβόσκουσα και ολοφάνερη. Εσένα δεν έβρισκα. Σε άγγιζα μα δεν σε έβρισκα. Παραδώθηκα σε ολάκερο το βάθος της και υποκλίθηκα. Πως γίνεται να βρίσκομαι ξανά εδώ στη χάρη της, πως κατάφερε να κομματιάσει όλο το θυμό και να τον κάνει νέκταρ προσφέροντας το με αλκοόλη εκατό τοις εκατό. Έψαχνα τον χρόνο να κάνω συμφωνία μαζί του. Δεν τον έβρισκα. Στα πόδια μου εκείνη, εκείνη που πρέπει να της αλλάξω δέρμα. Ομόρφυνες, είπε εκλογικεύοντας την απουσία. Την κρατάς φυλακισμένη την ομορφιά μου. Πάνε χρόνια. Σε γράμματα και σε στιγμές ταριχευμένες. Πως να κάνω συμφωνία με τον χρόνο. Πως να σε βρώ πιστεύοντας με και αγαπώντας με. Εξι και είκοσι. Το ξυπνητήρι κτυπά. Θα πρέπει να φύγεις και εγώ δεν πρέπει να σε γυρέψω. Μουρμουρίζεις όπως πάντα την ώρα που ξυπνάς. Χαμογελώ και τα μάτια μου λαμπυρίζουν απο ευτυχία. Να τα βλεπες. Μόνο να μπορούσα να στα δείξω, μόνο να τα έπαιρνες μαζί σου να θυμάσαι οτι υπήρξα ευτυχισμένη. Συγνώμη. Μακάρι να μπορούσα να στο πώ. Συγνώμη που δεν πίστεψα, που δεν πίστεψες. Δεν ξέρω ποιος το ξεκίνησε πρώτος. Σημασία έχει ποιος το πήρε πάνω του. Θα έδινα τα λίγα που μου έμειναν για να μπορούσες να συγχωρέσεις όλους μας. Και τους 24.

Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2010

Σμιλεύω ολόκληρες τις μέρες και τις νύκτες χωρίς εσένα,
εκείνες που άλλοτε ήταν πάντα μισές.
Σμιλέυω τα λόγια που κατακάθισαν μεστα σωθικά μου,
εκείνα που προχωρώντας προς τα κάτω
έγιναν πράσινες και μωβ κουράδες..
Με εκείνες τρέφομαι τα τελευταία χρόνια.
Και με εκείνες ξερνώ.
Σμιλεύω όλα αυτά που πέρασαν και εκείνα που θα έρθουν.
Την άσπρη κουνουπιέρα την έκανα νυφικό
και παντρεύτηκα για πάντα με το όνειρο που σφαγιάστηκε.
ΓΙα πάντα ο άντρας μου.
Για πάντα η γυναίκα του.
Τόσοι πολλοί θάνατοι σε ένα χρόνο.
«Δεν θα μυρίσω ποτέ θειαφι χωρίς να σκεφτώ εκείνο το απόγευμα¨..»
Τόσοι πολλοί θανάτοι και μια γέννηση.
Ποιός ομφάλιος λώρος με κρατά δέσμια με την σελήνη σου...
Κόψε με.
Γιατί μόνη μου δεν τα καταφέρνω.
Το μαχαίρι βάλτο όχι στα σωθικά μου, ούτε στα δικά σου.
Βάλτο ακριβώς εκεί που δένονται τα δύο.
Όλο αστοχείς. Πάντα νόμιζες πως κέντρο είναι εκεί που συσσωρεύεται ο πόνος.
Κέντρο είναι εκεί που αντανακλάται η σκιά σου.
Αντίο.