Τρίτη 9 Μαρτίου 2010

Eίναι Μάρτης. Τα παιδιά παίζουν με τα βατράχια στο ποτάμι και οι φωνές τους ξυπνούν τη χειμερία νάρκη που κοιμηθήκαμε τον τελευταίο καιρό. Ήλιος..απο εκείνους τους κυπριακούς να θυμίζει πως το καλοκαίρι μόνο κρύβεται απο δίπλα μας. Είναι πρωί. Εκείνος είναι αξύριστος και σέρνεται αγουροξυπνημένα στην βεράντα. Μεστην μέρα προσθέτουμε κόκκους καφέ και τους ανακάτεύουμε με ζάχαρη..Τα γέλια των παιδιών είναι τα μόνα αυθεντικά κομμάτια των παράλληλων ζωών μας. Η ευτυχία που δεν ομολογείται, δεν παραδέχεται την καταβολή της. Μέστα γραφόμενα του υπάρχει υπάρχει ο κενός χώρος αριστερά και δεξιά απο το πλαίσιο. Εκεί με αόρατο μελάνι συνυπογράφει την ευδαιμονία. Η Μαρία Νεφέλη τον κοιτάζει καθιστώντας τον υπεύθυνο για την εξέλιξη της. Ο Μιχαήλ γεμίζει τον κουβά νερό και τρέχει μεστις μυγδαλιές με σανδάλια απο ένα άλλο κόσμο φερμένα. Πάνω στο τραπεζομάντηλο μαρμελάδες απο τα φρούτα των φίλων  μας. Οι ζωές μας ένας ατελείωτος κοχλίας. Ενα σπιράλ χωρίς αρχή και τέλος. Ξαναγεμίζω τα ποτήρια καφέ. Συνεχίζω να παίζω παιχνίδια με τις λέξεις...


Eίναι απόγευμα. Εκείνος παίζει με τα παιδιά ακροβατώντας στα δέντρα. Μοιάζει με μαιμού, λέπτος και κατάμαυρος. Κάθομαι στον κήπο και τους χαζεύω. Με κοιτάζει με βλέμμα ακατέργαστης ικανοποιήσης. Χαμογελάει. Εκείνα διαμαρτύρονται και θέλουν να τον μοιραστούν ανεπηρέαστο. Γράφω στα σημειωματάρια μου. Αναρωτιέμαι πως θα ταν αντίστροφα.

Είναι πρωί και είναι μελαγχολικός.
Είναι απόγευμα και είναι χαρούμενος.

Είναι εκείνος και ξύνει την πέτσα.
Είναι απόγευμα και μας πάει περιπάτους στην θάλασσα.

Είναι Μάρτης και προσπαθεί να μας χωρέσει όλους σε ένα πίνακα.
Είναι εποχή των λουλουδιών και έχει ήδη κρεμάσει στεφάνι έξω απο την πόρτα.

Είναι άσπρος και ταξιδεύει με τις λέξεις.
Είναι μαύρος και ταξιδεύει με λίγα γραμμάρια κάνναβις.

Η μΟνΗ μΟυ ΑλΗθΕιΑ οΙ φΙλΟι ΜοΥ......

Τετάρτη 3 Μαρτίου 2010

Συνάντησα όλων των ειδών τις αναπηρίες μα τέτοια δεν έχει καταγραφέι σε κανένα διαγνωστικό εργαλείο. Έλεγα για να μπορέσω να την αλλάξω έπρεπε πρώτα να την κατανοήσω. Έπρεπε να γίνω και εγώ μέρος της  να γραπωθώ απο τους κόλπους της και να κολυμπήσω μέσα της. Έπρεπε να αλλάξω. Με πρόσταζες άλλωστε. Τίποτα δεν κατάφερα. Κανέναν δεν γιάτρεψα. Μονάχα να φορτώσω λίγες πληγές ακόμη στα σώματα μας. Έχεις δίκαιο. Για όλα πια. Δεν είναι μόνο τα βρέφη που γραπώνουν το δάκτυλο σαν σπάσει ο σάκος και θέλουν να τα προστατέψεις. Είναι και οι βαρυποινίτες. Αντιστράφηκαν οι ρόλοι και τώρα ω ναί το ξέρω....δεν είσαι εσύ αυτός που θα απλώσει καμιά φτερούγα δίπλα μου. Ποτέ δεν ήσουν. Νόμιζα πως θα άντεχα να μουν δυνατή και για τους δυό μας. Μα δεν είμαι. Δεν είμαι κάν για σένα πια. Και ξέρεις τι...δεν είναι απο τον μακροκοσμο που ήθελα προστασία...ήταν απο σένα.. Συγχώρεσε με, για όλα οσα δεν είμαι πια. ..Μοναχα τις ώρες που ξαπλώνεις να μπορούσες να μας συγχώρεσεις.....καλή τύχη. Σ αγαπώ.

Εγώ δεν είμαι ποιητής. Είμαι απο αλλού....

Βρυκόλακες περνούν απο το σπίτι μου, κτυπούν την πόρτα και πίνουν φραπεδάκι μαζί μου. Δυο η ώρα τα χαράματα.....Διώχνω τον ένα...Στις 4 με επισκέπτεται ο επόμενος. Αυτός είναι ο χειρότερος. Θέλει να παίξει παιχνίδια και ο καλύτερος ρουφάει με καλαμάκι την φαιά ουσία του αλλουνού. Χάνω. Στις πέντε με επισκέπτεται ένας κακάσχημος κλόουν. Αυτός μου κλωτσάει τα νευροκύτταρα και βάζει στο οφφ τις συνάψεις.....Νομίζουν οτι πονάω, μα πως να πονέσει ο πεθαμένος. Μυρίζω την δυσοσμία της μπλέ καρδιάς. Βρωμοκοπάει το σπίτι. Σε μια σακούλα νάυλον. Ολόκληρη και δεμένη. Εκεί την έχω. Χρώματος μπλέ. Κάθε Τετάρτη περνάει το σκουπιδιάρικο. Τρίτη πρέπει να θυμάμαι να την κατεβάσω. Έχουν περάσει 13 Τρίτες απο τότε. Κι όλο ξεχνάω. Με βάζω στον τοίχο και με πυροβολάω. Κάθε μέρα. Κάθε νύκτα. Λέω θα τελειώσουν οι σφαίρες ή δεν θα υπάρχει άλλος χώρος να τρυπήσω το κορμί μα κάθε μέρα λές και κάποιος μου γεμίζει το όπλο, λές και ο εαυτός που στήνω απέναντι περνάει απ το εργοστάσιο και επιστρέφει καινούργιος. Ένα κάρο εφεδρικούς στην αποθήκη...Ποιός τους στοιβάζει...
Παράτα τα....παράτα τα, φωνάζουν γύρω.....
Τι να παρατήσω, τους παρατημένους?
Μεστον πλανήτη όπου σας συνάντησα έναν βρήκα να είναι το ίδιο χαμένος σαν απο αλλού.
Έναν να μοιάζει πως μοιάζει με εμένα...
Κι αφού δεν μπορούσαμε να επιστρέψουμε πίσω του πιασα το χέρι να περπατήσουμε μαζί την γη μέχρι τον πιο βαθύ της πυρήνα.
Και με πρόδωσε. Μετά απο τρία ολόκληρα φεγγάρια.
Έγινε ένας απο αυτούς.
Έγινε ίδιος με αυτούς.
Μιλάει τη γλώσσα τους και γεννά τα παιδιά τους.
Ο ένας της φυλής μου. Ο ένας που ήξερε να τραγουδάει το μοναδικό σκοπό που θυμάμαι απο κει....
Δεν ξέρω που βρίσκεται , ούτε που μένει.
Μια φορά που τον είδα έκανα εμετό όλα τα γήινα υγρά που καταπιά στο τελευταίο ψιχάδι...αίμα, δάκρυα, ιδρώτα, ύδωρ λαι οίνο....
Αν τον συναντούσα στην μάζα δεν θα τον ξεχώριζα. Ήταν μόνος του και ήταν άνθρωπος.
Ήταν μόνος του και ήταν φοβισμένος.
Ήταν μόνος του και ήταν δειλός.
Ήταν μόνος του και δεν μπόρεσε να με καταλάβει.
Με ξένισε το βλέμμα του, σχεδόν τον λυπήθηκα. Τον πλησίασα δεν μπορούσε να μην με αναγνωρίσει. Κάπνιζε και πέρασα δίπλα του λές και ήμουν αεράκι που έπρεπε να φυσήξει να φύγει η κάπνα.
Τα μάτια του έμειναν ίδια. Καμία αντίδραση. Δεν φωτίστηκαν σαν όλες τις προηγούμενες φορές που με έβλεπε.
Τον άγγιξα. Ήταν κρύος. Τόσο κρύος που αν κυλούσε αίμα μέσα μου θα πάγωνε.
Ήταν εκείνος και ήταν κρύος.
Ήταν εκείνος και ήταν ένας ξένος.
Δάκρυα με νεφέλες κυλούσαν απο τα μάτια μου.
Δάκρυα κυλούσαν κι αυτού.
Ήθελα να του κόψω τα νύχια να σταματήσει σπασμωδικά να γδέρνεται.
Ήθελα να μουν ξανά το πέπλο του να τον τυλίξω και να τον προστατέψω...
Ήθελα να μουν βότανο να το μασήσε να μην πονάει...ήμουν ένα παλαβό συστημικό μηχάνημα.
Ημουν η κόρη του Πενθέα και ήταν άνανδρος.
Γιατί απο εκεί που ερχόμασταν ο άντρας στα καλύβια του μπορεί να έχει πολλές γυναίκες.
Μία όμως τον ακολουθεί σε όλες τις τελετές και μία κοιμάται μαζί του τις σελήνες.
Έγινε γήινος. Έγινε σαν αυτούς.
Εκείνος δεν φοβότανε.
Εκείνος με είχε ανάγκη.
Εκείνος κοντά μου ήταν το σύμπαν ολόκληρο και αυτός διάλεξε να είναι μισός.
Έκατσα δίπλα του.
Του τραγούδησα το ξένικο τραγούδι μας.
Δεν με άκουγε. Άκουγε τα αυτοκίνητα που περνούσαν απο δίπλα και την δυναστεία μέσα του.
Τις χιλιάδες φωνές που τον υποχρέωναν να είναι οτι είναι σήμερα.
Η μπλέ καρδιά μου μεστην σακούλα σφίκτηκε και ξανασφίκτηκε.
Του τραγούδησα το τραγούδι μας μέχρι το τέλος.
Σαν να το ένιωσε σηκώθηκε κι έφυγε μόνο όταν τελείωσα.
Τον έβλεπα να περπατά γρήγορα και να χάνεται.
Έπρεπε να προλάβει.
Εκείνος που έδινε μάχες κάθε μέρα τρέχει να προλάβει... να προλάβει να πληρώσει το γήινο κόστος.
Εκείνος που κανένας δεν τον προλάμβαινε τώρα τρέχει μεστην ζάλη ενός ενστίκτου που μόνο εκείνοι το νιώθουν.
Ήταν η μοναδική φορά που ένιωσα την επιθυμία να απαρνηθώ όσα πιστεύω και να γίνω και εγώ μια απο αυτούς. Ήταν η μοναδική φορά που καταράστηκα τον εαυτό μου που δεν ήμουν σαν αυτούς.
Είναι εκείνος και είμαι εγώ.
Ήμαστε δύο ξεχωριστά πλάσματα απο άλλες πολιτείες.
Κάποτε ήμασταν ένα.
Επιστρέφω στο σπίτι.
Πατάω και τα πόδια μου κολλάνε. Ολόκληρο το σπίτι είναι γεμωμένο με υγρά.
Βγαίνω έξω και βλέπω την σακούλλα ανοιγμένη και το μπαλκόνι πλημυρισμένο με λέξεις που οι άνθρωποι δεν ξέρω πως τις ονομάζουν στην γλώσσα τους.

Τρίτη 2 Μαρτίου 2010

Λέξεις...λέξεις...λέξεις....
αγκαλιάστε με την ώρα που με εγκαταλείπει...
χώστε με στην σκιά σας την ώρα που με καίει
η απελπισία.
Λέξεις...λέξεις....λέξεις.....
αγκαλιάστε με την ώρα που με αφήνει γυμνή.....
δώστε μου νερό να πιώ στις 4 τα ξημερώματα
την ώρα που το κρεβάτι γίνεται θάλασσα
και με βουλιάζει.....
Λέξεις, λέξεις, λέξεις....
γίνεται βάλσαμο την ώρα που πρέπει
να βγάλω το μαχαίρι που μου χαρίζει
και φίμωτρο να μην τσιρίξω....
να μην τσιρίξω απο ολα όσα βλέπω
μετα την παλίρροια...
Λέξεις και γράμματα χώστε με μαζί σας.
Ώ...
να μην με βρεί....
να μην με βρεί οταν ξανάρθει.....
Εκείνος ο ξένος....
εκείνος που φοβάμαι....
Κρύψτε με ....να μην με ξαναβρεί.