Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2009

Κυριακή μεσημέρι

Δύο η ώρα... η γιαγιά Μαρίτσα καθόταν έξω απο την καμαρούλλα της.
Αν τύχαινε να έρθει κάποιο απο τα εγγόνια της ή απο τους γιούς της να την πάρει είχε καλώς.
Αλλιώς έτρωγε μόνη της και έλεγε δόξα τω Θεώ. Η αλήθεια είναι πως σπάνια να έμενε Κυριακή μεσημέρι μόνη στο σπίτι. Τι σπίτι δηλαδή, μια καμαρούλλα που της έκτισε ο γαμπρός της δίπλα
απ΄το σπίτι της κόρης της. Λίγα χρόνια μετά την εισβολή. Μετά που έχασε το σπίτι της. Η γιαγιά Μαρίτσαμε τα 6 παιδιά και τα 17 εγγόνια. Η γιαγιά Μαρίτσα με το όμορφο μειδίαμα και τα γλυκά μάτια. Η γιαγιά Μαρίτσα που όλους μας αγαπά το ίδιο. Που ποτέ δεν έκανε διάκριση για κανενάν. Η γιαγιά Μαρίτσα. Που ήθελε να γίνω δασκάλα μα σαν της είπα οτι πέρασα δημοσιογράφος πιότερο χάρηκε. Απο κείνη την μέρα την αγάπησα τόσο πολύ που για κανέναν άλλο άνθρωπο δεν ένιωσα έτσι. Ο μοναδικός άνθρωπος που ποτέ δεν έψαξε για ανταλλάγματα της σχέσης μας, ο μοναδικός άνθρωπος που με δέκτηκε όπως είμαι. Ο μοναδικός άνθρωπος που όταν πήρα τρία διαφορετικά πτυχία δεν με ρώτησε πώς και γιατί. Που χαιρόταν με την χαρά μου και λυπόταν με την λύπη μου. Που ποτέ δεν με ρώτησε γιατί δουλεύω στο περίπτερο ούτε γιατί είμαι 28 χρονών και δεν παντρεύτηκα ακόμα. Τόσα χρόνια που την ξέρω, σταθερή φιγούρα στη ζωή μου. Η γιαγιά μου με τα μαύρα ρούχα και τα άσπρα μαλλιά. Η γιαγιά μου που κάθεται πάντα στην ίδια θέση. Που το πρόσωπο της ρουφά και την αγωνία και την ανησυχία μου. Για τα πάντα. Τούτη τη φορά της το χρωστούσα. Τούτη την φορά ένιωθα πως έπρεπε να την επισκεφτώ, σαν τον δολοφόνο που πάει στον παπά να εξομολογηθεί το έγκλημα του. Ένιωθα πως αν κάποιος θα μου έδινε την ευχή για να προχωρήσω μετά την αναμπουμπούλα, έπρεπε να ήταν εκείνη. Κρύφτηκα στην αγκαλιά της και της είπα τα πάντα. Έμεινε μια απλή γιαγιά. Ούτε χρησιμοποίησε την ηθική του καιρού της, ούτε αναστύλωσε το βλέμμα της. Μονάχα έκανε αυτό που έκανε πάντα. Με άφησε μόνη να αποφασίσω, χωρίς να επηρεάσει την βούληση μου. Και έτσι χωρίς ποτέ να πούμε πιο πολλά πήρα την ευχή της. Απο εκείνη τηνμέρα έκανα καιρό να δω την γιαγιά Μαρίτσα. Δεν ξέρω αν ήταν συνειδητά ή ασυνείδητα, αν ήταν επειδή δεν ήθελα να της πω που με οδήγησε ο δρόμος που πήρα. Ίσως γιατί ούτε εγώ ξέρω. Μια μέρα διασταυρώθηκαν τα βλέμματα μας. Μια μέρα που η μάνα μου με έστειλε να της πάω φρέσκες μελιντζάνες απ΄την αυλή. Και κάθισα ξανά απέναντι της. Ήταν η πρώτη φορά που είδα την γιαγιά μου να κλαίει. Ήταν η πρώτη φορά που έγινα και πνευματικός και εξομολογούμενος. Ήταν η πρώτη φορά που παρηγορήσαμε η μια την άλλη. Ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα πως η γιαγιά πονούσε για μένα. Απο κείνη την μέρα υποσχέθηκα στον εαυτό μου, όποιο δρόμο και να έπαιρνα, να έφερνα στο νού όχι τα μάτια της μάνας μου ούτε εκείνα του πατέρα μου. Τα μάτια της γιαγιάς Μαρίτσας. Ο μοναδικός μου καθρέφτης. Τα πιο καθάρια μάτια που γνώρισα ποτέ στη ζωή μου.
Καμιά φορά φοβάμαι οτι η γιαγιά Μαρίτσα θα πεθάνει και δεν θα δεί το σπίτι μου με τις λεμονιές.
Οτι δεν θα γνωρίσει ποτέ τον άντρα μου και τα παιδιά μου. Ποιός να προτρέξει το μέλλον και ποιός να
διορθώσει το παρόν. Μακάρι η ευτυχία να ταν αντικείμενο να το πάω στη γιαγιά να το εξαργυρώσω.
Να της δώσω εγγυήσεις για ολους εκείνους που αγαπά. Η γιαγιά Μαρίτσα. Και στύλος και βράχος.
Κι εγώ Η προέκταση του εαυτού της. Λίγο πιο τολμηρή, λίγο πιο αδιάκριτη, λίγο πιο μαζοχίστρια.
Κάλη χώνεψη γιαγιά και καλή ξεκούραση..Δεν είναι μόνο όλα όσα ζήσαμε. Είναι όλα εκείνα που συνεχώς θα αλλάζουν. Εσύ όμως θα κάθεσαι πάντα στην ίδια καρέκλα. Και θα με περιμένεις γιαγιά.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα