Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2010



Το πρωί με βρήκε μεστη νύκτα. Να σκάβω λάκο την αγκαλιά σου και να χώνομαι μέσα. Κανένα μάτι δεν έκλεισα. Κανένα απ τα δυό. Φοβόμουν πως θα πάγωνε η στιγμή και εγώ ήθελα να την κρατώ έτσι ζεματισμένη μέχρι να κτυπήσει το ξυπνητήρι, μέχρι το τέλος της περιόδου, μέχρι να ανατείλει το φώς που αναστέλλει όλα τα θέλω. Κουβαλήσαμε όλους τους εαυτούς μαζί και τους βάλαμε να κοιμηθούν παρέα. Μπάχαλο γίναμε. Ετούτη τη φορά δεν είχα καταλάβει ποιον δικό σου έφερες και δεν είχε σημμασία μέχρι που η κάπνα και το ουίσκυ με εγκατέλειψαν. Σαγαπούσα το ίδιο. Αν κάτι ήταν εκεί και μου μίλαγε ήταν τούτη η αγάπη που είναι πάντα εκεί. Προσπάθησα να την σκοτώσω. Ω ναί. Και νόμιζα πως τα κατάφερα. Μα είναι εκεί, πάντα εκεί, υποβόσκουσα και ολοφάνερη. Εσένα δεν έβρισκα. Σε άγγιζα μα δεν σε έβρισκα. Παραδώθηκα σε ολάκερο το βάθος της και υποκλίθηκα. Πως γίνεται να βρίσκομαι ξανά εδώ στη χάρη της, πως κατάφερε να κομματιάσει όλο το θυμό και να τον κάνει νέκταρ προσφέροντας το με αλκοόλη εκατό τοις εκατό. Έψαχνα τον χρόνο να κάνω συμφωνία μαζί του. Δεν τον έβρισκα. Στα πόδια μου εκείνη, εκείνη που πρέπει να της αλλάξω δέρμα. Ομόρφυνες, είπε εκλογικεύοντας την απουσία. Την κρατάς φυλακισμένη την ομορφιά μου. Πάνε χρόνια. Σε γράμματα και σε στιγμές ταριχευμένες. Πως να κάνω συμφωνία με τον χρόνο. Πως να σε βρώ πιστεύοντας με και αγαπώντας με. Εξι και είκοσι. Το ξυπνητήρι κτυπά. Θα πρέπει να φύγεις και εγώ δεν πρέπει να σε γυρέψω. Μουρμουρίζεις όπως πάντα την ώρα που ξυπνάς. Χαμογελώ και τα μάτια μου λαμπυρίζουν απο ευτυχία. Να τα βλεπες. Μόνο να μπορούσα να στα δείξω, μόνο να τα έπαιρνες μαζί σου να θυμάσαι οτι υπήρξα ευτυχισμένη. Συγνώμη. Μακάρι να μπορούσα να στο πώ. Συγνώμη που δεν πίστεψα, που δεν πίστεψες. Δεν ξέρω ποιος το ξεκίνησε πρώτος. Σημασία έχει ποιος το πήρε πάνω του. Θα έδινα τα λίγα που μου έμειναν για να μπορούσες να συγχωρέσεις όλους μας. Και τους 24.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα