Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2010

Τα παιδιά έπαιζαν δίπλα στην μάντρα. Ο Νικόλας έφτιαξε τον πιο μεγάλο χαρταετό που είδα ποτέ μου. Ο θείος μου, ήταν τόσο χαρούμενος που θα τους συνόδευα στην οικογενειακή σύναξη. Χόρτα και κρασιά και γέλια και μια ζωγραφιά κολλημένη στον τοίχο μου. Η μάνα μου ζάρωσε και τίποτα δεν έχει αλλάξει, μόνο τα πάντα. Εκείνος όπως πάντα αμίλητος μα η κάρδιά του ευφραινόμενη και όπως πάντα αγνή. Τσουγκρίζομαι τα ποτήρια. Αναρωτιέμαι γιατί ποτέ δεν με μάλωσε. Όχι όσο ήμουν μικρή. Τώρα. Τώρα που τα έκανα όλα θάλασσα γιατί δεν με ρώτησε γιατί και πώς. Γιατί πάντα με εμπιστεύεται.?.Το σκάω. Πaiρνω μια ρούχινη τσάντα και το σκάω σαν απολωλός πρόβατο. Εκείνοι είναι τόσο ευγενικοί, τόσο καλοί μαζί μου και εγώ ...δεν έχω τίποτα να τους δώσω εξών απο μένα. Μια εξωγήινη ύπαρξη. Δραπετεύω. Πάω να συνατήσω τους φίλους μου. Στην διαδρομή οι θύμησες αναβλύζουν προς τα πάνω και φεύγουν σαν οσμές απ το παράθυρο. Μυγδαλιές. Εκατομμύρια αμυγδαλιές. Κάτασπρες μπέζ και ρόζ ....Στην Αγια Μαρίνα έλεγα.....θα φύτευα μια έκταση γεμάτη μυγδαλιές...κάπως έτσι θα έδινα ραντεβού με την ρομαντική μέσα μου αποφράδα. Δεν το έδωσα και δεν θα το δώσω ποτέ. Καθάριες σταγόνες πέφτουν απ τα μάτια μου. Μεγάλες και καθάριες. Ούτε γλυκές, ούτε πικρές. Αποσταγμένο νερό. Χωρίς καμιά γεύση. Έξω ήλιος. Μέσα μου αντάρα. Καθόσουν δίπλα μου και με κοίταζες μέχρι την τελευταία στιγμή. Αόρατα και αδιάφορα όπως πάντα. Με συνόδευσες και με κατέβασες . Έμεινες εκεί και με παρακολούθησες μέχρι το τέλος. Ο αγέρας λυσομανούσε χωρίς να κοπάσει δευτερόλεπτο. Τα άνθη των αμυγδαλιών έπεσαν κάτω και τα άσπρα και τα ρόζ και τα φούξια. Τα δέντρα γυμνά , το ίδιο απαράλλακτα με εμένα. "Πόσο κρατούν τα άνθη", ρωτάω και ξαναρωτάω....Ένα μήνα δεκαπέντε μέρες, τώρα τελειώνουν.....Α, τελειώνουν επαναλαμβάνω...Περπατώ μεστο χώμα, με ακολουθείς. Απο απόσταση όπως πάντα. 4 άνθρωποι παρέα. Για όλα εκείνα που θα έρθουν. Είσαι πιο λυπημένος απο ποτέ. Ειναι η τελευταία φορά που με επισκέπτεσαι. Μέσα μου αβάστακτες ενοχές για τις εποχές που διαδέχονται το κούτελο μου. Δεν μπορώ λέω να αφήσω το πέλαγος να με τυλίξει , μα το έχει ήδη κάνει και απο τότε δεν μπορώ να επισιτρέψω πίσω. Γύρω μου φαντάσματα του μέλλοντος με κρατούν ασφαλίζοντας με. Δίπλα σου ένα μικρό φάντασμα του παρόντος και του μέλλοντος το κρατάς ασφαλίζοντας το.  Ο αέρας δεν έχει αφήσει κανένα άνθο στα δέντρα. Έφυγαν όλοι και έμεινα εκεί χωρίς τις φωνές τους και χωρίς το κρασί τους. Ήμουν μόνο εγώ και εσύ. Και ήταν η ώρα. Η ακριβής και προκαθορισμένη ώρα γεγραμμένη σε εδάφια κυανής διαθήκης. Γύρισα με φόρα πίσω μου. Εσύ στεκόσουν πιο μόνος απο κάθε αγκάθι που πάτησα εκείνη την ώρα μεστ αμπέλι. Σε κοίταξα κατευθείαν στα μάτια. Τρόμαξες που μπορούσα να σε δώ κι ας ήσουν άυλος και άοσμος και χωρίς καμία αίσθηση. Τρόμαξες. Και όσο τρόμαζες τόσο πιο μικρός γινόσουν μέχρι που εξαφανίστηκες εντελώς. Ο ήλιος ήταν χωμένος μεστην σκόνη. Μέσα μου τα σωθικά μου έπαιζαν ταμπούρλο. Δεν την ήθελα την πέτσα την καινούργια μα στον κόσμο τούτο ερπετίσια προχωράνε οι ανθρώποι. Ήθελες τόσο πολύ να τους μοιάζω. Προχωρούσα ευθεία. Δεν ήσουν ούτε αριστερά ούτε δεξία. Δεν ήσουν κάν σε αυτό τον πλανήτη. Πήρα τον κατήφορο χωρίς καμιά ταχύτητα στο αυτοκίνητο. Χαιρετώ τις μυγδαλιές και υποκλίνομαι στην πλάση. Ο ήλιος είναι ακόμα σκεπασμένος με σκόνη.

2 σχόλια:

Ο χρήστης Blogger Ρωξάνη είπε...

Αλλάζουν δέρμα οι άνθρωποι για να ζήσουνε, ονόμασέ το "ερπετίσιο" όμως δεν είναι απαραίτητα κακό.
Ή καλύπτονται κάτω από ένα άλλο δέρμα, μα πάντα με το δικό τους αναπνέουν...

Κι ύστερα ποιοι είναι "οι άνθρωποι";

Άοσμος και άυλος κι όμως παρών. Να γυμνώνει τις αμυγδαλιές, να αφανίζει τα πρόσωπα των φίλων σου. Ή να στέκεται αδιάφορος στη μέσα σου "αντάρα". Αποχαιρετάς... ίσως αυτό είναι.

(Η σκόνη εγκατέλειψε τον ήλιο σήμερα)

16 Φεβρουαρίου 2010 στις 11:25 μ.μ.  
Ο χρήστης Blogger Η κόρη του Πενθέα είπε...

Είναι όλοι αυτοί που βολοδέρνονται και γλύφουν τις πληγές τους. Είναι όλοι αυτοί που έστω και συρόμενοι με την κοιλιά προς τα κάτω μπορούν να έχουν αξιοπρέπεια. Είναι όλοι όσοι αφανίζονται απο τον εαυτό τους, γιατί μόνο απο τον ευατό τους μπορούν να ξανασωθούν.
Ήταν η τελευταία φορά που ήταν παρών και μπορούσε να γυμνώσει εμένα. Ακόμα και οι φίλοι μου μπορούσαν να τον αφανίσουν ή απλά η διήγηση στους φίλους μου...
Η σκόνη ήταν σήμερα ακόμα εκεί. Τουλάχιστον εκεί που δούλευα.
Λές όλα να ήταν οπτασία ?

17 Φεβρουαρίου 2010 στις 7:16 μ.μ.  

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα