Πέμπτη 24 Ιουνίου 2010

Προχειρόγραμμα, γραμμένο κάτω απο μια στοίβα φακέλλων- Υμνος για τη γυναίκα

Ποια δύναμη ακολούθησε τη γυναίκα και την μετάτρεψε σε Άτλαντα.
Ποιός είναι εκείνος που την ονομάτισε «γυναίκα», εμπερικλείοντας μέσα λέξεις, όπως άντρας, παιδί, μάνα, σύζυγος, ερωμένη, ζώο, ασφάλεια, τρυφερότητα, δύναμη, πέλαγος.
Μια μέρα ο Θεός λένε έφτιαξε τη γυναίκα. Απο τότε δεν υπάρχουν άλλες δυνάμεις σε τούτο το κόσμο.
Απο τότε μάταια η γυναίκα περιπλανιέται και παρακαλάει σαν τον Άτλαντα κάθε περαστικό να του δανείσει για λίγο το βάρος τούτου του κόσμου. Πνεύμα ισχυρό και ακλόνητο, απο πάντοτε ορισμένη για εκείνα που θα δένουν την ύπαρξη με το άυλο.
Στήλη, κολώνα, να ενώσει τα πάνω και τα κάτω, να διακτινιστεί πέρα απο τα οικουμενικά, απο τα αυτονόητα και ακόμη πιο πέρα...χωρίς  τέλος και αρχή.
Η γυναίκα...Σοφία αιώνων....μεστις αρτηρίες της ξεπετιέται ο λόγος που υπάρχουν ακόμα άνθρωποι, όχι γιατί τους φέρνει στον κόσμο, αλλά γιατί εκείνη τους μεγαλώνει, σε εκείνην κοντά το ζωό ημερεύει, σε εκείνην ξαπλώνουν οι περπατητές των βουνών και της θάλασσας να πιούν απ το νερό της, σε εκείνην μιλούν οι ασθενείς και οι πρόσφυγες, ράβοντας δίπλα της την καρδιά τους και εμποτίζοντας τις πληγές με ροδόσταγμα. Εκείνη είναι που κάνει τον κόσμο καλύτερο, εκείνη είναι που αφήνει τον ήλιο να περάσει απ τον Άδη, εκείνη είναι που σαν γαυγίζουν τα σκυλιά τραγούδαει ....και εκείνα σαν να μερώνουν.
Μεστον κόσμο του χάους η γυναίκα έφτιαξε ένα νησί και το χάρισε στους ανθρώπους. Εκείνοι αντέδρασαν, ήταν η μάνα γή και έπρεπε να συνεχίσει να κρατά τον ουρανό στηρίζοντας τον πάνω απο το χώμα. Μεστο νησί ο άντρας αγάπησε τη γυναίκα τόσο πολύ, που όταν κατάλαβε πως απο εκείνην το χάος έφτιαξε τη ζωή την άρπαξε απο τα μαλλιά και την λιθοβόλησε.
Η γυναίκα δεν πέθανε. Γεμάτη αίματα και με τσακισμένα κόκκκαλα κρατάει το βάρος της ψυχής του άντρα. Με την αρχαία γνώση ημερεύει τα πάθη, τιτάνας και απέραντη στέκει να κοιτάει απο ψηλά τα μάτια εκείνων που δεν αντανακλόνται στο φώς. Ακούει τις χαρακιές που γουργουρίζουν στην κοιλιά του άντρα και καρτερά να φάει ξανά τα μήλα των Εσπερίδων και να τα κάνει εμετό.
Μετά θα τον σκουπίσει με τα μαλλιά της και εκείνος θα καταλάβει πόσα κεφάλια μικρός είναι.

Πώς να να μην τις λατρέψεις...
Όταν χάνουν τα πάντα και μενουν ακλώνητες.
Όταν σπαρταρούν στο χώμα και όμως το μάγουλο τους ατενίζει τον ουρανό.
Πως να μην τις θαυμάσεις...
Όταν σκοτώνεται ο άντρας τους και εκείνες την επόμενη μέρα γεννούν το παιδί του.
Όταν καίγεται το σπίτι τους και εκείνες περισώνουν μόνο την πίστη και φτιάχνουν καινούργιο
με την αγκαλιά τους.

Γυναίκα.
Γιατρός, οδηγός, θεραπεύτρια, καθαρίστρια, πουτάνα, ιερωμένη, δασκάλα, εργάτρια, προφήτισσα, οικοκυρά........................

Γυναίκα.
Απο πάντα υπήρχες και πάντα οι δυνάμεις του κόσμου θα λούζονται στην λιμνη σου.

Πάντα θα γράφεις, πάντα θα κτίζεις, πάντα θα αποδράς.

Γυναίκα.
Πόσο στ αλήθεια σε θαύμασα.

Γυναίκα κατσαρίδα. Γιατί γαμώτο δεν πεθαίνεις ποτέ σε ρώτησαν.
«Γιατί δεν φοβάσαι» και δεν είχες απάντηση.....γιατί όποιος δεν γνώρισε την αγάπη
οτι και να του έλεγες δεν θα καταλάμβαινε.

Όλα τις σκόνες τις έκανες φτερούγα και τις φόρεσες στα μαλλιά σου γυναίκα.
Πόσο όμορφη είσαι όταν με την επίγνωση χορεύεις.
Πόσο ήρεμη είσαι γυναίκα οταν ξέρεις πως δεν υπάρχει αύριο, ούτε χτές.
Πόσο σε θαυμάζω γυναίκα, που ήξερες απο πάντα πως
είσαι για πάντα ο κοχλίας που μεγαλώνουν οι αμοιβάδες, τα ζώα και οι άνθρωποι.
Θα μπορούσες να αποτάξεις το χρέος γυναίκα,
θα μπορούσες να ήσουν ενάλαφρη  και να πετάς σαν πεταλούδα,
μα πεταλούδα χωρίς σκόνη δεν πετά...
Και σύ γυναίκα δεν θα δεχόσουν ποτέ να ήσουν μισή.

Θα σε πάρω απ το χέρι γιαγιά.
Κι αν κάποτε σου σκούπισα τα δάκρυα και μέσα μου ορκίστηκα να σου εκπληρώσω ένα όνειρο
πριν δέκα μέρες ξαναορκίστηκα.....να μην σε ξαναδώ να κλαίς γιαγιά.
Κοίτα με.
Είμαι καλά γιαγιά.
Θα σε πάρω να ανάψουμε τα καντήλια.
Ορκίζομαι γιαγιά.