Κυριακή 15 Αυγούστου 2010

Νύκτες τ Αυγούστου. Ακούω τους άνδρες να σφυρηλατούν τις ατσάλινες
πανοπλίες τους.
Τ απογέματα μυρίζω το λούστρο εκείνο που τις κάνουν να γυαλίζουν
στο φώς της μέρας.
Πρωινές ώρες ακούω τον βηματισμό τους καθώς τις προβάρουν
έξω απ το παραθύρι μου.
Πώς αντέχουν έξτρα βάρος?
Βλέπω τις φωτιές που ανάβουν τις νύκτες
διδάσκοντας την τέχνη στον πιο φοβισμένο εαυτό τους.
Μην αφήσουν κανένα κομμάτι γεναιότητας απροστάτευτο.
Ακούω τους άντρες την μέρα, τα απογέματα , τις νύκτες
να κουβαλούν τις ασπίδες τους στην σπηλιά τους.
Αλήθεια με τόσες ασπίδες εκει μέσα,
που χωράνε τον εαυτό τους?

Παρασκευή 13 Αυγούστου 2010

Τερατόμορφα λόγια συνεχίζουν να μπαίνουν απο καλώδια και να γίνονται σκουλαρίκια
στα αυτιά.
Η αγάπη έγινε η πιο μεγάλη κακοποίηση που γνώρισα ποτε μου.
Στο πλυντήριο έπλυνα για πάντα την πιο όμορφη εικόνα της και ξέβαψε.
Αγάπησα τον διάβολο. Δεν έβλεπα το μάυρο του χρώμα ούτε τα τεράστια νύχια του.
Σαν τα ένιωθα, έλεγα είναι που δεν του τα έχει κόψει κανείς, μα εκείνος
τα έτρεφε με λίπασμα. Σκληρυντικό και λίπασμα. Για να γίνοται πιο μακριά και πιο σκληρά.
Οι ουλές υπάρχουν για πόσο ακόμα με ρωτάει ο Μορφέας?
Αγοράζω κρέμες να τις απαλύνω, μα εύκολα τελειώνουν . Το φαρμακείο είναι κλειστό
για 15 Αυγουστο.
Φυσάει με σύρμα την αυτοκαταστροφή και παίζει μέχρι να τελειώσει το σαπούνι.
Περνάω απ το κλουβί , τον ακούω να κτυπιέται, δεν κάνω τίποτα.
Η κενότητα είναι η μόνη μου ερωμένη.
Το άδειασμα η μόνη μου ενασχόληση.
Δεν πεί θω κανέναν.
Μονάχα εκείνην που παντρεύτηκε την ματαίωση.
Έχω φύγει. Ας γράφω ακόμα.
Ο διάβολος με προσκαλεί στην κόλαση.
Αρνούμαι.
Το βρωμισμένο σώμα του μου προκαλεί εμετό.
Τα χέρια του αφήνουν σκουλήκια στα δικά μου
και τα μάτια του , καίνε σαν την πιο αδίστακτη πύρινη φλόγα
τα έντερα μου......
Η κουμανδαρία γλυκαίνει τις θύμησες.
Αξίζει , μου απαγγέλνει η κ. Πολυξένη?
Αξίζει?
Να βάλω γραμμάρια αξίας, όχι δεν αξίζει.
Σκέτο. Και αναποδογυρισμένο.
Σαν την Σμυρνιώτισσα με τον καφέ της το απόγεμα.
Δεν Μίλησα στην Μελίνα ακόμη Δαναή.
Ούτε διάβασα τα παραμύθια σου.
Μου λείπεις....

Τρίτη 10 Αυγούστου 2010

Καλά δημιουργημένη ησυχία με συνοδεύει μέχρι το βουνό.
Όρνια αντικρίζω στη λεωφόρο μα σαν κάνεις οτι δεν τους δίνεις σημμασία
εκείνα πετάνε μακριά.
Ο Λουδοβίκος με ταξιδεύει τις ώρες ακριβώς που θέλω να φύγω.
Ησυχία μου κρατάει το χέρι.
Κατασκηνώσεις, παραλία, αλκοόλ, καινούργιοι άνθρωποι σμίγουν
με τους παλιούς και ανακατεύονται στη σκακιέρα.
Στον καθρέφτη παρατηρώ πως έχω μεγαλώσει πριν να το θέλω.
Ποιος το θέλει ποτέ....
Οι ενοχές έρχονται έξω απο το παράθυρο και στήνουν καρτέρι μέχρι να φανώ.
Τους δείχνω το δρόμο για το σπίτι του λύκου και αυτές έρχονται ένα βήμα πιο μέσα.
Τις βάζω στο αυτοκίνητο και φεύγω.
Τα πίνουμε μαζί στο μπάρ και τελικά γίνονται οι καλύτερες μου φίλες.
Μου λείπει μια αγκαλιά τα βράδια που να μην αξιώνει τίποτα.
Σκέτη και καθάρια.
Σου άφησα τα αγαπημένα σου λουλούδια.
Στην γυάλινη σφαίρα.
Άγγιξα την προέκταση σου στο μάγουλο και στα μαλλιά.
Μου χαμογέλασε.
Σου άναψα το καντήλι. Είναι νωρίς ακόμη για μνημόσυνο.
Πέρασες απο δίπλα. Έμαθα να κάνω οτι και εσύ.
Γύρισα την πλάτη.
Δεν ξέρω που είσαι και δεν με νοιάζει.
Ένα χάχανο ήταν η ιστορία μας και τώρα με διασκεδάζει.
Η ζωή πως φανερώνεται σαν μπορείς να τρίψεις λίγο τα μάτια.
Βουτάω και καυστηριάζω εαυτόν.
Έμαθα να αηδιάζω.
Με λύπη το ξεστομίζω.
Πόσο αργά είναι πια...
Πόσα φεγγάρια αργά.
Ήθελα να του ψιθυρίσω στ αυτί πολλά.
Μα την φοβήθηκα εκείνην.
Η ισχύς εν τη ενώσει.
Πόσο πολλά μου άφησες να ενώσω.
Εύχομαι να είστε ευτυχισμένοι.
Με έγκριση και με ευχή.