Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2009

Να έρθεις για πέντε λεπτά, κι ας φάμε μετά. Εκεί. Στο πελώριο κάστρο.
Δίπλα απ το μεγαλό φώς, προσπαθούσες να πιάσεις τις πεταλούδες να ταίσεις τα μηρμήγκια. Τα μεγάλα αφρικάνικα μηρμήγκια που κελαηδούν τις νύκτες. Δεν σε είδα. Με τρόμαξες.Με αγκάλιασες προσπαθώντας να εκστομίσεις μια υπόσχεση, να την φυλακίσεις με τα τεράστια σου χέρια. Όχι να την αποσπάσεις, να βγεί απ τα σπλάχνα σου μέσα. Απο κεί βαθιά που ήταν κολλημένη με εκείνα τα μώβ χρώματα. Πέντε λέξεις την ώρα που τα κεφάλια των ερωτεύμενων ακουμπούν σαν σε πόζα αλληγορικού πίνακα. Έτσι θέλω να μοιάζει. Και έτσι ήταν.Χωρίς πολλά λόγια, χωρίς ονειροπαρσίες, χωρίς δακτυλίδια, χωρίς ρομαντζούρα. Μια αλήθεια πέντε λεπτών. Ολόκληρη και αδιάσπαστη.Μια ερώτηση, χωρίς απάντηση. Διότι δεν πιστεύω στις υποσχέσεις. Διότι δεν χρειαζόταν καμια κατάφαση για να εγγυηθεί την ένωση. Όχι των ζωών μας, αλλά της ευθείας. Κι ας είναι παράλληλη. Φτάνει να μαστε δίπλα. Φτάνει να σε βλέπω να χαμογελάς. Φτάνει να πηγαίνουμε ακόμα βόλτες στο βουνό και να ονειρεύομαστε καλύβια. Ανείπωτη συναίνεση. Ανυπόγραφο συμβόλαιο, μα συμβόλαιο. Και γώ παράξενα βιώνω την σάρκα μου, το δέρμα μου, όλα όσα σκιαγράφησα και όλα όσα τα γέμισα με χρώμα ανεξίτηλο. Μια στιγμή για να νιώσει οτι η βαρύτητα ολόκληρης της ματαιοπονίας μπορεί να ακουμπήσει και να ξαλαφρώσει. Μόνο για τούτο το δεκαδευτερόλεπτο. Μετά έτρεξε να μαζέψει πεταλούδες. Ήσυχος και ξαλάφρωτος, όχι ξαλαφρωμένος. Ξαλάφρωτος. Και εγώ έμεινα να τον κοιτάζω. Κάτω απο την λάμπα, δίπλα στο κάστρο.Σε μια ιστορία χρόνων, να θέλει να βάλει λίγη κι απ την δική του.
Δεν ήξερα τι ήμουν εκείνη την ώρα και πως έπρεπε να νιώσω που το προκάλεσα. Μα δεν με ένοιαζε να το ερμηνεύσω και ούτε ακόμα με νοιάζει.
Να μείνει για πάντα έτσι. Ας ήτανε να μείνει για πάντα έτσι.

Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2009

Θυμάσαι;
Τον άντρα με τα μακριά μαλλιά;
Άραγε, τον θυμάσαι;
Την γκαρσόνα, την γκαρσόνα την θυμάσαι;
Την γκαρσόνα και το τριαντάφυλλο.

Την ευτυχία εκείνη...
Την θυμάσαι...;
Την λάμψη εκείνη...παραπλεύρως της ψυχής.
Την θυμάσαι;

Μια νύκτα που έβρεχε,
δίπλα απο θάλασσα.
Λίγο πρίν έβρεξα την άμμο,
και μετά εγώ, ολόκληρη....

Και απο τότε
δεν μπορεσα να ξανανιώσω
βούληση, πειθαρχία ελευθερία.
Όλα στα χάρισα.
Κι έμεινα γυμνή.

Θαρρώ πως έτσι θα έμοιαζε η αγάπη.

 Μα έτσι μοιάζει και η εξάρτηση.

Κι απο τότε με λάθος τρόπο
προσπαθώ να ακουμπίσω την ελευθερία.
Να την καταλάβω και να την χαρίσω
στους ερωτευμένους.

Ήσουν όμορφος.
Και δεν ήξερα πως να στο πω.
Στο λαρύγγι μου κόλλησαν οι φωνές, τα ξεσπάσματα
και η αδικία.

Ήσουν όμορφος.
Και η θλίψη που δεν βρήκα λόγια να στο πω
ήταν πιο μεγάλη απ΄ όσα προηγήθηκαν.

Πέρασε ένας αιώνας απο τότε.
Και η χίππικη ζωή μας μπάζει απο παντού.

Εγώ ζητώ δακτυλίδια
και συ...εσύ καλουπώθηκες.

Θρηνώ όλα όσα έγιναν στο μεταξύ.
Θρηνώ αυτά που έγιναν και αυτά που θα μπορούσαν να γίνουν.

Παύση.
Παύση.

Ακούω τα γατιά να αγαπιόνται.
Και ζηλεύω.
Δεν ξέρω πια πως αγαπιόνται οι άνθρωποι.
Δεν ξέρω....

Ήσουν όμορφος.

Δεν πειράζει που δεν τα βρήκαμε τα λόγια.
Δεν έχει σημμασία.
Δεν έχει πια. Ποτέ δεν είχε.

Επέτρεψε μου,
ένα σ΄αγαπώ αδιάσπαστο, αλάβωτο, αναντικατάστατο.
Σ΄αγαπώ.

Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2009

Νέα Ανάρτηση. Για οτι γραφτεί σήμερα εδώ μονάχα εκείνοι μπορούν.