Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2010

Ο πιο μεγάλος πόνος δεν είναι όταν σταματούν να σε αγαπούν.
είναι όταν σταματήσεις εσύ να αγαπάς.
Ο πιο μεγάλος πόνος είναι να βλέπεις τον άνθρωπο
που αγάπησες μια σταλιά μικρό.
Τον άλλοτε επαναστάτη και λιποτάκτη
συμβιβασμένο ...
Ο πιο μεγάλος πόνος είναι να χορεύεις τον χορό του κτήνους
και όταν σιγάζεις να μην σου βγαίνει το σαγαπώ.
Ο πιο μεγάλος πόνος είναι Εκείνος να έχει πάψει
να είναι ΕΚΕΙΝΟΣ.
Ο πιο μεγάλος πόνος δεν είναι όταν πάψουν να σε αγαπούν.
Ο πιο μεγάλος πόνος είναι όταν μέσα σου έχεις σταματήσεις να αγαπάς.

Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2010

Χαράματα στο μαξιλάρι. Μετά απο κάθε αποτυχημένη προσπάθεια να κάψω όλα τα εγκεφαλικά κύτταρα
εκείνα λές και είναι παιδιά λερναίας ύδρας. Χαράματα ξυπνώ. Πάει ένας μήνας. Σήμερα πάω ξανά στην πρωτεύουσα. Μέσα μου κόμποι λυμένοι μπλέκονται με τους άλυτους και οι μέν γδάρνουν τους δέ. Το τελευταίο μου χαρτί γυρίζω , θάνατος και μετά αναγέννηση. Αναγέννηση και μετά θάνατος. Τι φταίω που δεν τον φοβάμαι? Προσπαθώ να του εξηγήσω, περι χίππικης αντίληψης ειρωνεύεται , να σταματήσω να διαβάζω Ελύτη με προστάζει. Μα είμαι αδαής κάθε ποίησης έτσι κι αλλιώς. Τα πάντα μετά τα χημικά εμφανίζουν το φίλμ θετικό. Κι εγώ ακόμα κολλάω στο αρνητικό, νομίζοντας πως η σύλληψη έγινε σε αναλογία χρυσής τομής. Παίκτηκε και ξαναπαίκτηκε. Ίσως απο τα πιο κλασσικά. Απομυθοποίηση των πάντων. Σε βλέπω γυμνό πια. Στεγνό. Ο θρόνος μου είναι άδειος. Και δεν μπορείς να τον ανέβεις. Μόνο να πατήσεις τον ανελκυστήρα και να καθήσεις σαν εισβολέας. Απ όλα τα στάδια τούτο είναι το χειρότερο. Να μην υπάρχει κανένας λόγος να μείνεις. Είμαστε ίδιοι μωρό μου ή γίναμε, δεν ξέρω. Θα πεθάνουμε μόνοι μας, σε ξεχωριστά σπίτια, μα ο γυμνοσάλιαγκας θα κάνει πάντα την ίδια διαδρομή, να ορίζει το κισμέτ και να το αναλώνει.  Σπάω το κεφάλι μου να βρώ μια θεωρία να σπάσει τον κοχλία . Ετσι δεν θα ήμουν μια Φερμίνα και εσύ δεν θα αντιλαμβανόσουν απροκάλυπτα την τυχαία ύπαρξη. Ας με βοηθούσαν τα χ και τα ψ και τα ρ να μπορούσα να σπάσω το συσπείρωμα , να πάψει να επεκτείνεται στο σύμπαν. Να βρώ μια θεωρία που να σπάσει τον κοχλία. Ούφ, άραγε να θέλει πολύ εξυπνάδα? Θα θέλει. Μα θα την βρώ. Το συσπειρικό σημείο τέλους. Έτσι θα το ονομάσω. Ξημέρωσε.

Στο σύθαμπο

Γράψε ομορφιά,
γράψε αρχόντισσα,
γράψε ήθος, αξιοπρέπεια, κυρία κάθε εποχών.
Γράψε πραότητα,
γράψε καλοσύνη.
Γράψε χέρια του Μίδα,
γιατί χρυσή είναι η αγάπη σαν σε αγγίζει.
Γράψε φλέβες που αντέχουν
και αντέχουν και αντέχουν...
Τίποτα μην γράψεις.
Όλα αυτά είναι λίγα.
Γραψε αγαπημένη ολονών.

Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2010

Προφητεύω με κάρτες κλωθογυρισμένες
πηγαίνω στην χώρα των θαυμάτων
κρατώντας την ομπρέλα της Πόπινς.
Κοιτάω απο κάτω τους μυρμηγκανθρωπους.
Αφήνω την ομπρέλα και πέφτω κατακόρυφα.
Γιατί να φοβάται η πεταλούδα το φώς?
Θα είμαι πάντα πεταλούδα με ταχύτητες φωτός.
Θα είσαι πάντα λυκάνθρωπος.
Και η κόρη μας θα είναι απλά άνθρωπος.

Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2010

Η αφαίρεση των πέντε αισθήσεων είναι επιλογή.
Άστε με να το αποφασίσω χωρίς να τρομάζετε.
Και χωρίς να τρομάζω και εγώ.

Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2010

Κατι συμβαίνει εκεί έξω.
Γύρισε.
Φοβάμαι.
Τον ξέρω τούτο τον άνεμο.
Ξέρω αυτό τον κόμπο που την ώρα που
πάω να ξεψυχήσω χαλαρώνει.
Γύρισε και φοβάμαι.
Το τέρας μαίνεται και το στομάχι μου
πρώτα πηγαίνει και μετά ακολουθώ εγώ.
Φυσά σαν πέρσι.
Φυσα το ίδιο με πέρυσι.
Εμφυτεύσεις, οράματα , σκουλήκια στην κοιλιά.
Φοβάμαι.
Μείνε στην σπηλιά σου.
Η κοκκινοσκουφίτσα δεν σε κλουθάει πια.
Ντύσε με κόκκινα όποια θές.
Ακούω την κραυγή σου.
Την ακούω και πάλι.
Δεν με παίρνουν τα πόδια μου τούτη τη φορά.
Ξερνώ και ξερνώ και ξερνώ.
Φωνάζω βοήθειαααααααααααα
κανένας δεν θα ακούσει, γιατί οι λέξεις μου
είναι ανείπωτες και άηχες και άσκημες.
Σαν εσένα.
Σαν εσένα.
Αργει η πανσέληνος λυκάνθρωπε.

Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2010

Κάθε χρόνο ο ίδιος ανελήτος Μάρτης.
Κάθε χρόνο να μου δίνει μια ευκαιρία η άνοιξη και εγώ να την χάνω.
Κάθε χρόνο ο ίδιος οδωστρωτήρας. Γελάει και διασκεδάζει μαζί μου.
Γιατι. Γιατι..
Κάθε χρόνο τον Μάρτη όλα ξαναγεννιόνται και εγώ μένω η ίδια.
Κάθε χρόνο να θές να λάμψεις με την άνοιξη και μέσα σου να είσαι
ένας κατάμαυρος χειμώνας.
Και πίσω σου μια σκιά να γελάει με την πλάνη σου.
Μια φορά η πλάση να ταν δίκαια με όλους τους ανθρώπους.
Μόνο μια άνοιξη ας μπορούσα να δώ το φώς χωρίς τον αιματηρό Απρίλη.
Μια φορά να μπορούσα να δω τις τουλίπες ούτε πιο πριν ούτε πιο μετα.
Μόνο την ώρα που ανθίζουν.
Κάθε χρόνο ο ίδιος ανελέητος Μάρτης.
Λές και έκανες διάγνωση πως είμαι αλλεργική στην ευτυχία
και έτσι σου δωσε το κατάλληλο άλλοθι να μου πάρεις μακριά τον ήλιο.
Μακάρι να το καταλάμβαινα εκείνη την μέρα που συναίνεσα.
«Μπορώ να λάμψω το ξέρω οτι μπορώ»...μια μάυρη κουκκίδα ήσουν.
Και έλαμψες. Ψεύτικα λάμπεις. Γιατί τούτο το φώς δεν σου ανήκει.
Κάλπικες δεκάρες ένα σωρό στην ίδια τσέπη.
Και συ έρχεσαι κάθε χρόνο Άνοιξη να μου θυμίσεις πως πρέπει να μοιάζει
η ζωή και η αγάπη.
Σου παραδίδω όλα μου τα κύτταρα . Παραδίδομαι.
Ανελέητη.
Μόνο μια χρονιά συγχώρεσε με και άσε με χωρίς την εποχή σου.
Άσε με κατάμαυρη . Άσε με να πάω στο καλοκαίρι χωρίς να μεσολαβήσεις.
Δεν τις θέλω τις μνήμες σου πια.
Ούτε το ρίγος που μου προκαλείς. Πηγαινε επισκέψου ερωτευμένους.

Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2010

Τα παιδιά έπαιζαν δίπλα στην μάντρα. Ο Νικόλας έφτιαξε τον πιο μεγάλο χαρταετό που είδα ποτέ μου. Ο θείος μου, ήταν τόσο χαρούμενος που θα τους συνόδευα στην οικογενειακή σύναξη. Χόρτα και κρασιά και γέλια και μια ζωγραφιά κολλημένη στον τοίχο μου. Η μάνα μου ζάρωσε και τίποτα δεν έχει αλλάξει, μόνο τα πάντα. Εκείνος όπως πάντα αμίλητος μα η κάρδιά του ευφραινόμενη και όπως πάντα αγνή. Τσουγκρίζομαι τα ποτήρια. Αναρωτιέμαι γιατί ποτέ δεν με μάλωσε. Όχι όσο ήμουν μικρή. Τώρα. Τώρα που τα έκανα όλα θάλασσα γιατί δεν με ρώτησε γιατί και πώς. Γιατί πάντα με εμπιστεύεται.?.Το σκάω. Πaiρνω μια ρούχινη τσάντα και το σκάω σαν απολωλός πρόβατο. Εκείνοι είναι τόσο ευγενικοί, τόσο καλοί μαζί μου και εγώ ...δεν έχω τίποτα να τους δώσω εξών απο μένα. Μια εξωγήινη ύπαρξη. Δραπετεύω. Πάω να συνατήσω τους φίλους μου. Στην διαδρομή οι θύμησες αναβλύζουν προς τα πάνω και φεύγουν σαν οσμές απ το παράθυρο. Μυγδαλιές. Εκατομμύρια αμυγδαλιές. Κάτασπρες μπέζ και ρόζ ....Στην Αγια Μαρίνα έλεγα.....θα φύτευα μια έκταση γεμάτη μυγδαλιές...κάπως έτσι θα έδινα ραντεβού με την ρομαντική μέσα μου αποφράδα. Δεν το έδωσα και δεν θα το δώσω ποτέ. Καθάριες σταγόνες πέφτουν απ τα μάτια μου. Μεγάλες και καθάριες. Ούτε γλυκές, ούτε πικρές. Αποσταγμένο νερό. Χωρίς καμιά γεύση. Έξω ήλιος. Μέσα μου αντάρα. Καθόσουν δίπλα μου και με κοίταζες μέχρι την τελευταία στιγμή. Αόρατα και αδιάφορα όπως πάντα. Με συνόδευσες και με κατέβασες . Έμεινες εκεί και με παρακολούθησες μέχρι το τέλος. Ο αγέρας λυσομανούσε χωρίς να κοπάσει δευτερόλεπτο. Τα άνθη των αμυγδαλιών έπεσαν κάτω και τα άσπρα και τα ρόζ και τα φούξια. Τα δέντρα γυμνά , το ίδιο απαράλλακτα με εμένα. "Πόσο κρατούν τα άνθη", ρωτάω και ξαναρωτάω....Ένα μήνα δεκαπέντε μέρες, τώρα τελειώνουν.....Α, τελειώνουν επαναλαμβάνω...Περπατώ μεστο χώμα, με ακολουθείς. Απο απόσταση όπως πάντα. 4 άνθρωποι παρέα. Για όλα εκείνα που θα έρθουν. Είσαι πιο λυπημένος απο ποτέ. Ειναι η τελευταία φορά που με επισκέπτεσαι. Μέσα μου αβάστακτες ενοχές για τις εποχές που διαδέχονται το κούτελο μου. Δεν μπορώ λέω να αφήσω το πέλαγος να με τυλίξει , μα το έχει ήδη κάνει και απο τότε δεν μπορώ να επισιτρέψω πίσω. Γύρω μου φαντάσματα του μέλλοντος με κρατούν ασφαλίζοντας με. Δίπλα σου ένα μικρό φάντασμα του παρόντος και του μέλλοντος το κρατάς ασφαλίζοντας το.  Ο αέρας δεν έχει αφήσει κανένα άνθο στα δέντρα. Έφυγαν όλοι και έμεινα εκεί χωρίς τις φωνές τους και χωρίς το κρασί τους. Ήμουν μόνο εγώ και εσύ. Και ήταν η ώρα. Η ακριβής και προκαθορισμένη ώρα γεγραμμένη σε εδάφια κυανής διαθήκης. Γύρισα με φόρα πίσω μου. Εσύ στεκόσουν πιο μόνος απο κάθε αγκάθι που πάτησα εκείνη την ώρα μεστ αμπέλι. Σε κοίταξα κατευθείαν στα μάτια. Τρόμαξες που μπορούσα να σε δώ κι ας ήσουν άυλος και άοσμος και χωρίς καμία αίσθηση. Τρόμαξες. Και όσο τρόμαζες τόσο πιο μικρός γινόσουν μέχρι που εξαφανίστηκες εντελώς. Ο ήλιος ήταν χωμένος μεστην σκόνη. Μέσα μου τα σωθικά μου έπαιζαν ταμπούρλο. Δεν την ήθελα την πέτσα την καινούργια μα στον κόσμο τούτο ερπετίσια προχωράνε οι ανθρώποι. Ήθελες τόσο πολύ να τους μοιάζω. Προχωρούσα ευθεία. Δεν ήσουν ούτε αριστερά ούτε δεξία. Δεν ήσουν κάν σε αυτό τον πλανήτη. Πήρα τον κατήφορο χωρίς καμιά ταχύτητα στο αυτοκίνητο. Χαιρετώ τις μυγδαλιές και υποκλίνομαι στην πλάση. Ο ήλιος είναι ακόμα σκεπασμένος με σκόνη.

Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2010

Fantasmata mple roz kitrina aspra...ola to idio...ola exoun tin idia mirodia tou thanatou, tin idia pikri geysi......i anasa tous mirizei theiafi....kraane ta xalasmenta tous ta dontia , peftei ena sto stoma mou tin ora pou me filoun.....to katapino........fantasmata xoris kokkala kai propanton xoris arxidia....fantasmata ola skotomena gia tous idious logous, kratoun tin psixi tus kai prospathoun na tin antallaxoun...roufoun matia zontana kai pethainoun na kratisoun ena anthropino xeri pou na koxlazei. Fantasmata maura kai gkri ola ta idia........kakasxima aneleita maurismena koukoulomena s ena vizi mias manas pou den thilase pote....... agkomaxoun na kriftoun piso apo toixous kai aorates panoplies. Ma den mporoun. Ki olo trexoun, ki olo feugoun.....mono sto katherefti tous psithirizoun kati lexeis difthogges kai aniparktes ..

Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2010

Μικρά μπλέ ανθρωπάκια

Λατέρνα η κάθε προσπάθεια αντιγραφής μιας πανάρχαιας κωδονοκρουσίας.


Βγάζω ανθρωπάκια απο το πλυντήριο , τεντώνοντας τα και κρεμάζοντας στον καυτό ήλιο να στεγνώσουν απ το ιώδιο.

Μηρμύγκια πάνε κι έρχονται, και συ η μια κατσαρίδα σταθερή και ανθεκτική στον καθρέφτη μου.

Πατάω σωλήνες στο σπίτι που ενώνονται με τις αφοδεύσεις μιας στείρας πραγματικότητας.

Ασελγώ με ψευτοποιητές και ψευτοποιήτριες σαν και του λόγου μου.

Γαμιέμαι με όλα τα στοιβαγμένα ψευτοκατάλοιπα της άλλοτε ουσιάς.

Αλκοόλη. Η μοναδική "ουσία".

Είναι τόσο αυθεντικός τούτος ο δρόμος που φοβάμαι να τον πιστέψω.

Φυλάκισα στην κουνουπιέρα μια κραυγή δυο πιθαμές ύψος.

Μορφές και σχήματα και άνθρωποι.

Προσπελάσιμα είναι τα όνειρα, τα γράμματα και οι λέξεις.

Το μόνο αυθεντικό είναι το αίμα μας. Κι αυτό στο υπογράφω.

Μικρά μπλέ ανθρωπάκια που σέρνουν το καρότσι του σούπερμαρκετ φοβισμένα.

Περπατούν γοργά τραχιά και συγκαταβατικά νεύοντας στην μια πραγματικότητα

που τσουγκρίζει ακόμα τα σωθικά τους.

Προσπερνώντας την φτύνουν στην έξοδο την αναγούλα.

Προσπερνώντας πείθουν οτι ο μαιντανός στο καροτσάκι είναι το μόνο βότανο για να μπορούν τα 

μπλέ στομάχια τους να χωνέψουν ας πούμε την «ευτυχία».

Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2010

Μικρό μου,

Λυπάμαι που δεν είχα την τυχη να σε γνωρίσω όταν πρώτη φορά άνοιξες τα μάτια σου. Δεν ειχα το δικαίωμα βλέπεις. Η αλήθεια ήταν οτι περίμενα. Περίμενα. Ένα μήνυμα, ένα τηλέφωνο...ένα κτύπημα στο κουδούνι και ένα χέρι να με φέρει κοντά σου....να σε γνωρίσω. Ήθελα τόσο να σου πώ καλως όρισες.....ήθελα τόσο πολύ να σου πω πόσο τυχερός είσαι μες τούτο τον κόσμο που σε αγαπάει και η μάνα σου και ο κύρης σου.
Δεν είχα την ευκαιρία να σε γνωρίσω μα δεν έχει καμιά σημμασία. Κάθε μέρα ονειρεύομαι πως είσαι, πως μοιάζεις και εύχομαι να είσαι καλά στην υγεία σου.
Να ξέρεις οτι σε αγαπά. Οτι πολύ σε αγαπά. Και είμαι σίγουρη οτι για σένα θα κάνει τα πάντα. Και έκανε μικρούλη μου.
Να τον προσέχεις μικρέ μου. Να του χαμογελάς. Γιατί έτσι θα νιώθει δυνατός. Να είσαι γερός μικρούλλη μου. Σε παρακαλώ, να σαι γερός. Να τον κάνεις να ναι ευτυχισμένος όσο θα μεγαλώνεις. Μην τον ρωτήσεις γιατί και πώς. Είσαι οτι σημαντικότερο του έτυχε ποτέ. Μια μέρα θα γράψω ένα παραμύθι μόνο για σένα. Στο υπόσχομαι.
Πολλοί προσπάθησαν να μας κάνουν εχθρούς μικρούλλη. Δεν τα κατάφεραν. Να προσέχεις σε τούτο το ταξίδι. Καμιά φορά τα γιατί έρχονται μετά απο χρόνια. Άστα να μεστώσουν. Μόνο τότε θα ωριμάσουν και οι απαντήσεις.
Να προσέχεις μικρέ μου. Και να προσέχεις και όσους βρίσκονται κοντά σου. Απο σένα πιάνονται.
Σε φιλώ γλυκά.

Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2010

Καλοκαίρι στο δρόμο, χειμώνα στο σπίτι, μια ζωή στο πουθενά. Δεν ελπιζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα. Έπαψα να αγαπώ.

Θέλω να ερωτευτώ....ζωντανούς ανθρώπους...ανθρώπους που δεν φοβούνται, ανθρώπους που μπορούν να λιώσουν απ την ματαίωση και να υπάρχουν ακόμα....Θέλω να ερωτευτώ.....ανθρώπους που δεν θέλουν να συμβιβαστούν.....που δεν κλωνίζεται η πίστη τους σαν γονιμοποιήσουν, που δεν αλλάζουν γωνιές σαν γονιμοποιήσουν.  Θέλω να ερωτευτώ. Ανθρώπους που είναι έτοιμοι να παρατήσουν την δουλειά τους για να με συναντήσουν σε ένα σταθμό ενός τρένου και στο ηφαίστειο ενός νησιού. Θέλω να ερωτευτώ. Εκείνον που για μια και μοναδική στιγμή δεν θα θέλει να τον αγαπήσω και να τον δεκτώ όπως είναι αλλα να με αγαπήσει και να με δεκτεί όπως είμαι. Θέλω να ερωτευτώ. Εναν και μοναδικό που θα με κυνηγήσει, και θα είναι ξεμέθυστος απο εγωισμό....Θέλω να ερωτευτώ. Αυτόν που θα είναι ευτυχισμένος όταν με βλέπει να χαμογελώ, αυτόν που θα θέλει να με βλέπει χαμογελώ. Θέλω να ερωτευτώ αυτόν που θα μου κάνει δώρο τα χριστούγεννα δίσκους του Dean Martin , εκείνον που δεν θα μου στέλνει μην στο κινητό , αλλά θα μου το λέει κοιτώντας με στα μάτια "είσαι πανέμορφη μωρό μου". Θέλω να ερωτευτώ κάποιον που να μην φοβάται τον εαυτό του. Θέλω να ερωτευτώ αυτόν που θέλει να περάσει τη ζωή του μαζί μου ταξιδεύοντας. Θέλω να ερωτευτώ. Έναν άνθρωπο που μεστα χρόνια θα ωριμάζει η πραότητα της ψυχής του και όχι ο ναρκισσισμός του. Θέλω να ερωτευτώ έναν που την ώρα που παίρνει το κλειδί κάτω απ το μαξιλάρι, εγώ έχω ήδη φύγει απ το σπίτι. Θέλω να ερωτευτώ έναν που να αντέχει τον πόνο να είναι άντρας, που να αναγνωρίζει οτι αν τον έχω λατρέψει είναι γιατί το έχω επιλέξει. Θέλω να ερωτευτώ κάποιον που να μπορεί να ανατρέψει ολάκερη τη ζωή του για μένα, ολάκερο τον εαυτό του, ολάκερη τη ψυχή του, ολάκερο το κρανίο του. Θέλω να ερωτευτώ εκείνον που έναν καυτερό μήνα του καλοκαιριού θα τον περάσουμε στο αυτοκίνητο ταξιδεύοντας στην Ευρώπη, που θα κρατά σημειώσεις και το βράδυ θα κολυμπούμε στα σεντόνια φτηνών ξενοδοχείων. Θέλω να ερωτευτώ κάποιον που σαν ταξιδέψει μόνος του να μου χαρίσει τις πιο φευγαλέες του σκέψεις κι μια εσάρπα πολύχρωμη για μένα μόνο κι όχι αγορασμένη εις διπλούν. Θέλω να ερωτευτώ κάποιον που η απόσταση μου μεταξύ του να είναι τόση όση για να παίρνει μορφή η δημιουργία. Κάποιον που να ξέρει πως αν κρατήσει μια ανάσα πιο πολύ απόσταση τότε τα πάντα έχουν σιγάσει και έχουν αλλάξει και έχουν χαθεί.

Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2010

"Καμινάντο - Καμινάντο", στις στροφές εσύ τραγουδάς και γω προσπαθώ να καταπιώ την ευτυχία.
Νύκτα στο δάσος. Έτσι θα μοιάζει, έτσι...λέω....Εγώ και εσύ. Καλοκαίρι στο βουνό. Στήνουμε σκηνή και κρατιόμαστε κάτω απ τ άστρα. Μουρμουρώ να αλλάξει λίγο σκηνικό, να μην μοιάζει χαζοχαρούμενη ελληνική ταινία, μα με τούτο έτσι ακριβώς μοιάζει. Φέρνεις δόλωμα. Κάνουμε την λίμνη σπίτι μας. Στήνουμε σκηνή κάτω απ τον γκρεμό. Τσακίζομαι μέχρι να κατέβω κι εσύ, εσύ κάνεις τον άντρα μα κατα βάθος φοβάσαι πως στον επόμενο θάμνο θα σε δαγκώσει φίδι. Κατεβάσαμε κατσαρόλες, σεντόνια και ένα σωρό αποκόμματα λευτεριάς. Καλάμια. Καλάμια να κρεμάσουμε απάνω εκείνα τα χαμόγελα που μοιάζουν σαν έφηβο που το σκασε απο το παράθυρο. Η λίμνη δική μας, ολόδικη μας. Αν μπορούσαμε για λίγο να τετραγωνίσουμε τούτη τη θάλασσα μέσα μας και να την τιθασεύσουμε σε εκείνο το οικόπεδο. Στο καλύβι μας. Μου έβαλες το δόλωμα στο καλάμι και το έριξα. Σαν παιδί που του μάθαιναν πρώτη φορά να ψαρεύει. Έτσι θα ήταν, ταξιδεύει η σκέψη μου. Εκεί θα έστεκε ο γιός του αχινού. Πλατσουρίζω μεστο γλυκό νερό πεθαίνοντας απ το εγκεφαλικό του θανάτου της στιγμής. Το βράδυ. Ανάβουμε φωτιά, είσαι εκεί και είμαι εκεί. Τι άλλο να είχε σημμασία. Για πρώτη φορά μου λές ιστορία. Για πρώτη φορά λές ιστορία μόνο για μένα αγαπώντας με. Το πρώτο καλοκαίρι που κατάλαβα την αλήθεια μας. Μετά απο καιρό. Το τελέυταίο που θα σε χαιρετούσα αγαπώντας σε επίσης.
Καμίναντο....τραγουδάς στην στροφή. Στο γεφύρι χορέψαμε τον τελευταίο χορό. Το νερό να κυλά...Οι νύφες με χαιρετούν και εγώ αφήνω το μυστικό μου μαζί τους. Κλαίς. Δεν είσαι έτοιμος. Πώς να πείσω τον εαυτό μου οτι είσαι? Οι προγόνοι μας καλούν και μεις θέλουμε να είμαστε γυναίκες και άντρες τις εποχής μας. Πνίγεσαι στην ανάγκη και στο πρέπει. Πνίγεσαι, πνίγεσαι.......Βουτώ μαζί σου. Πνίγομαι και εγώ.
Η γυναίκα και ο άντρας, ο άντρας και η γυναίκα σαν σμίξουν δεν χωρίζουν ποτέ.
Πλάσματα του μυαλού είναι όλα.....
Ακάμας. Πετούν όρνια απο πάνω μας και γω φοβάμαι. Του μυαλού ή  τα υπαρκτά δεν ξεχώρισα ποτέ.
Όμοδος.
Μόνο εγώ και εσύ θα μπορούσαμε να διανυκτερεύσουμε σε εκείνο το δωμάτιο και να κάνουμε δείπνο με οτι φαγώσιμο περίσσευσε απο το κάμπινγκ. Ντομάτα χαλούμι πολυπιφ. Μόνο εγώ και εσύ. Αυτή η υπερβολή. Αυτή η απλότητα. Συνώνυμη με ευτυχία γιατί άραγε δεν μπορούσε να κοινωνηθεί? Η μήπως ήταν πολύ δύσκολο κάποιος να είναι ευτυχισμένος με πέντε αράδες, πέντε νότες και πέντε στιγμές......
Αγοράζω σφεντόνα για τον Δημητράκη. Την διαλέγεις εσύ. Εγώ δέχομαι την δική σου αποδοχή της ευθυνης κι όλα μοιάζουν να είναι αλλιώς.
Εγώ και εσύ. Λές και πάντα θα μπαίνουμε σε εκείνο το αυτοκίνητο και θα κατηφορίζουμε σε βουνά να ψάχνουμε που να στήσουμε καλύβια. Εγώ και εσύ. Λές και τίποτα δεν θα μας χώριζε ενώ τα πάντα μας έχουν χωρίσει. Εγώ και εσύ για δέκα στιγμές που δεν θα μας έψαχναν οι προγόνοι να ξοφλήσουμε. Εγώ και εσύ.
Ρετρό. Ένα χρόνο πρίν. Η ανάγκη εξαγριώνεται σε κορμιά φαντάσματα. Το αίμα στηλητεύεται μόνο στη σκέψη της μούσας. Στην μήτρα της μούσας. Ο δρόμος του άντρα και της γυναίκας στοιχειώνει όσους τον προσπερνούν. Οι νύφες χορεύουν, οι προγόνοι μουγκρίζουν. Το σύμπαν ολάκερο κουνεί τις πλάκες. Μέχρι τα πάντα να επιστρέψουν στην ομοιόσταση.
Κάστρο. Είσαι ευτυχισμένος, είμαι ευτυχισμένη......τι άλλο είχε σημμασία. Τίποτα δεν είχε.
Είσουν εκεί και τα έπινες μαζί μου.  Και αυτές οι φορές ήταν σπάνιες.
Γιορτάζουμε, λέει. Πιείτε.........
Φάντασμα των πέντε αισθήσεων, τροχοπέδη σε καιρούς ασυμάζευτους απο σταθερότητα.
Τι είναι η σταθερότητα;
Το αντίθετο της ζωής.
Απομυθοποίηση του ανθρώπου που κουβαλά τα αρχέτυπα.
Πίθηκοι για πάντα και ξαφνικά άνθρωπος.
Με αδυναμίες, και ένστικτα........
όχι φωνές, όχι άναρθρες κραυγές....όχι σκαλίσματα στα κορμιά.
Το κρανίο δεν βολεύεται το βράδυ, ετοιμάζει εικόνες
και τις σερβίρει μαζί με τον καφέ το πρωί.
Κείτεται σε νεκρικά κρεβάτια χωρίς να μιλάει,
παρακαλάει μόνο με το βλέμμα......
Όχι. Οτι ονειρεύομαι είναι πλάσματα της φαντασίας μου.
Ξοδεύω αποταμιεύσεις στείρας πραγματικότητας για να αγοράσω
οτι κάποτε ήταν τρεμάμενη ζωή.
24 γράμματα ξοδεύω και δεν φτάνουν να σβήσουν το καντήλι.
24 γράφω και 50 χρειάζομαι.
«Οτι ονειρεύομαι γράφω νιώθω είναι πλάσματα της φαντασίας μου».
Οτι αγάπησα ήταν προιόν της φαντασίας μου που μου το σέρβιρε
η παραποιημένη αυτοεικόνα του.
Σε κλίμα παροξυσμού χαιρετώ τους μικρομεγάλους.
Χαίρε ω χαίρε ελευθεριά !!!!