Σάββατο 6 Νοεμβρίου 2010

Ψάχνω τον τάφο σου, πάνω στην Κρήτη. Θέλω μαζί σου ένα περίπατο να κάνω.
Ψάχνω τα μαλλιά σου πάνω στο μαξιλάρι. Τρίχες πετάνε δεξιά κι αριστερά,
χάθηκαν μεστα τρίμηνα μακριά και δεν ήμουν εκεί να τις κολλήσω πίσω στο κρανίο σου.
Ψάχνω. Ψάχνω. Ψάχνω.....και δεν βρίσκω τίποτα πια.
Εγώ ξέρω ο προβολέας υπάρχει μόνο στα θέατρα και μεις παίξαμε και σε
παρωδία και σε κωμωδία και σε τραγωδία. Δεν κουράστηκες πια?
Μηχανισμός άμυνας. Ακόμα κι αν τα ξέρω τι σημμασία έχουν/
Στα σκουπίδια σου μαζεύω τα αντικαταθλιπτικά τι διάλο κάνω μεστη ζωή οου?
Να μάθεις να φεύγεις όταν η αγάπη τελειώνει.
Να μάθεις να φεύγεις οταν η αγάπη γίνεται αρρωστημένη.
Να μάθεις να τα παρατάς.
Αναθεμά σε. Έχασες.
Η σοφία έχει περάσει σε ηλιθιότητα.
Ψάχνω μια ρήση σου διάλογο να κάνω.
Μαλάκα, πώς προστατεύονται οι άνθρωποι?
Πως χωρίς να το βάλουν στα πόδια?
Ονειρεύομαι καταυλισμούς, πάντα ονειρευόμουν.
Απ τους απέξω, χωρίς το σύστημα, χωρίς πλαίσιο, χωρίς τίποτα.
Μόνο με εμένα.
Και ανθρώπους χωρίς υποκρισίες , μόνο με μάτια.
Δειλία? Δεν τα θέλω τα κοινωνικά γίγνεσθαι γαμώτο.
Θα το έκανα για σένα. Θα το έκανα. Και θα ήμουν ευτυχισμένη.
Θα ήμουν, αν ήθελες.
Ο λύκος ουρλιάζει, η κοκκινοσκουφίτσα βγαίνει απ την πόρτα.
Όχι απ το παράθυρο, απ την πόρτα.
Ο λύκος της ανοίγει ξανά την πόρτα.
Και αυτή την φορά εκείνη πρέπει να τρέξει πριν την καταβροχθίσει ξανά,
πριν την ξανακαλέσει στην σπηλιά του.
Μεγάλωσες κοκκινοσκουφίτσα.
Μεγάλωσες και μπορείς να ταξιδέψεις μόνη.