Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2009

Ερωμένη. Σκέτο.
Με φτηνά εσσώρουχα και τακούνια.
Δίχως εσώρουχα και δίχως τακούνια.
Σκέτο ερωμένη.
Χωρίς δίκτυα να μαζέψεις τις φοβίες.
Χωρίς να αφήνεις κάτοπτρα να αντανακλόνται
οι διασπώμενες μνήμες.
Ερωμένη σκέτο.

(για σένα που μπέρδεψες τα αρχέτυπα με τους ρόλους και την προσωπική σου ιστορία)
Εν τάχει...

να ξοφλήσω.
Εν τάχει
τώρα που ξεκίνησα να συνηθίζω.
Να μην έχει ανάγκη κάνενας την ευτυχία.
Να μην είναι μητρικό γάλα,
να μπορείς να την αγοράσεις απο το περίπτερο.
Γιατί αν πεθάνει η μάνα σου στην γέννα γαμώτο,
πως να γίνεις ευτυχισμένος;
Πώς αν δεν έχεις βυζάξει ποτέ.....

( σε σένα που την ώρα που σε πήραν αγκαλιά να σε θρέψουν, αγόρασες γάλα σε σκόνη)
Ανάποδες βελονιές απο τα πολύχρωμα μουλινέ
της θείας. Αγαπημένη μου.....
Δεν έμεινα μόνη μαμά. Έμεινα με μένα.
Και ήταν τόσο γαληνεμένα όλα, μαμά.

Σβησμένες μορφές δουλεμένες με άνθρακα,
σε ένα χτί να μην αλέθεται η γόμα.

Εκείνοι έρχονται πάντα απο τότε που ήρθα και εγώ.
Και συνεχίζουμε παρέα.

Μονάχα η καλοσύνη, έλεγες παππού.
Μονάχα η καλοσύνη.

Δεν θα έκανα τίποτα τυπικό έλεγα.
Ούτε χρόνια πολλά, ούτε φιλιά, ούτε επισκέψεις.
Και έφυγες δίχως να σε φιλήσω.

Μόνο οτι βγαίνει απο μέσα, έλεγα.
Μόνο αυτό είχα να δώσω.
Παλιοεγωιστρία ήταν η αλήθεια μου.

Σου στέλνει χερετίσματα ο κ. Πραξιτέλης,
και βλέπω συχνά την όμορφη γυναίκα του
γιαγιά.

Θα χαιρόσουν τόσο αν ήξερες πόσο τους
αγαπάω και πόσο συχνά μυρίζω τα λουλούδια τους.

Τρεχούμενα νερά οι μνήμες, τρεμοπαίζουν
την ώρα που ετοιμάζομαι να πάρω εξιτήριο.

Αχ, τα Χριστούγεννα του Παπαδιαμάντη παππούλη μου.
Όλα του κόσμου τα κρασιά για σένα μόνο τα πίνω.
Ήθελά τόσο πολύ να σε φιλήσω πριν σε αφήσω στον καφενέ.

Το κρατώ μαζί μου παππού.
Και το σμίγω με τα όνειρα που με κυνηγούν την μέρα.

Χρόνια πολλά παππούλη. Χρόνια πολλά, όπου και να σαι.

Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2009

Κυρία Ελένη , κυρία Ευαγγελία, κυρία Μαρία, Όλγα, Δήμητρα, Πωλίνα.....
Συγνώμη.
Και συ.
Εσύ που την ώρα που γράφεις με διαβάζεις κιόλας,
συγνώμη.
Που δεν κατάφερα να σε κάνω ευτυχισμένη.
Ήταν μάταιο ψιθύριζαν οι παράγοντες,
οι αμυγδαλιές σε εκείνο το χωριο και ο Άης Γιώργης.
Μα εγώ έμπενα στο ιερό και σε πίστευα.
Όλους τους έκανα εχθρούς για σένα μόνο.
Την ημέρα που έκανα εχθρό την αγάπη μου
σε έσπρωξα γκρεμοτσακίζοντας σε.
Μα ανάποδα τα βλέπω όλα.
Απο τον γκρεμό που με έριξες σε τράβηξα μαζί μου.
Με μια κλωστή.
Με ένα ομφάλιο μόνο λώρο.
Και τότε πεθάναμε και οι τρείς μας.

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2009

Επέστρεψα σπίτι. Στο σπίτι που κρεμάζω τους καναπέδες και τα διαφημιστικά απο ζεπρονέ ξύλο στο ταβάνι. 2, 60. Για να χωρεί ολόκληρη μου την θλίψη. 2, 60 για να περισσεύει χωρίς να κόπτεται. Δεν βρήκα τους φίλους μου, έφυγα. Πήρα την πιο μεγάλη λεωφόρο. Στο μυαλό μου βουίζει όχι η σφήκα που φύτεψες εσύ, όχι, αυτή έχει ταριχευθεί και πλέον την έχω σαν το πιο μεγάλο μου παράσημο. Τα λόγια. Τα λόγια εκείνης που το αξίωμα δίνει το έναυσμα για να ταμπελώνονται ανθρώποι και να παίρνονται αποφάσεις γι αυτούς χωρίς αυτούς. Κλαίω. Όσο άπειρη και να είμαι όσο μικρή και να μαι, όποια θέση και να κατέχω με τα χρόνια δεν θα ονομάσω ποτέ μια μάνα άχρηστη. Μεγάλη κουβέντα της είπα να αποκαλείς ένα άνθρωπο με αυτό το επίθετο και ντράπηκα. Ντράπηκα τόσο πολύ για εκείνη. Ντράπηκα που είμαι η μικρή και άπειρη και είναι η κυρία με τα χρόνια πείρας. Ένιωσα σαν να πυροβόλησαν την καρδία μου, σαν να της άνοιξαν μια τρύπα και όσο εγώ η μικρή υπαλληλάκος να προσπαθώ όχι να διορθωσω, να απαλύνω, να ανακουφίσω, να προλάβω ...εκείνη την ώρα όλα έμοιαζαν ένα μεγάλο τίποτα. Κλάιω. Ντρέπομαι. Ντρέπομαι για τις προκαταλήψεις και τις θεωρίες των ανθρώπων. Ντρέπομαι. Που ανήκω και εγώ σε εκείνο το σύστημα. Ντρέπομαι που προχθές δεν είχα άλλη υπομονή. Και είχες δίκαιο. Είχες δίκαιο για την ηρεμία ψυχής. Θα ήθελά να ήσουν εδώ. Ξέρω οτι δεν θα με άκουγες. Ξέρω οτι θα έλεγες να κλείσω το στόμα γιατί έτσι είναι το σύστημα....μα μέσα σου ξέρω , οτι και εσύ το ίδιο θα έκανες. Δεν μπορώ να γίνω διπλομάτισσα και δεν μπορώ να κλείσω το στόμα. Είχε δίκαιο η μάνα μου. Μα και η καρδία μου έχει. Και εγώ δεν θα γλύψω κανενός την φιγούρα. Ένιωσα άσχημα. Δεν ξέρω γιατί πονάει τόσο. Σήμερα η μάνα μου ήθελε να σου στείλει φαγητό. Την άφησα να το βάλει στο τάπερ. Το έβαλα στο ψυγείο. Χτές συνάντησα την δική σου τυχαία. Την ρώτησα αν έχει νέα σου. Στο βλέμμα της είδα την αποστροφή, εκείνη για την οποία έχει πειστεί οτι εγώ δεν μπορώ να σε κάνω ευτυχισμένο. Τους ζήτησα συγνώμη προχθές. Ήθελα μόνο να ήξεραν την αλήθεια.
Και εσύ που την έμαθες, τί άλλαξε? Καληνύκτα.Όπου και να σαι. Σε αγαπώ.

Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2009

Τα ερμάρια είναι κλειστά, οι καναπέδες καθαροί. Στον πάγκο της κουζίνας κανένα ίχνος απο σένα.
Κανένα ψίχουλο, καμιά λίγδα, κανένα κουκούτσι κάτω απο την πολυθρόνα. Πετάμενα μόνο κάτι βιβλία και περιοδικά στο τραπέζι. Όχι απο σένα. Όχι. Απο μένα. Όλα λοιπόν καθαρά. Δεν μυρίζω πια το τσιγάρο σου και ο καπνός δεν είναι πεταμένος στο πάτωμα. Πήρα θήκη για την ζάχαρη. Απο αυτές που εσύ δεν θα τις έβρισκες πρακτικές. Άφησα τα μπαχαρικά σου στο κουτί. Έπλυνα την πιντζάμα σου και την φύλαξα στο ερμάρι. Δεν θέλω καμιά κουβέντα άλλη. Προτιμώ τη μοναξιά μου. Κι ας ξέρω οτι με αγαπάς. Ναι, τώρα πια το ξέρω. Δεν είμαι οτι πρωταγάπησες και δεν είσαι οτι πρωταγάπησα. Δεν μπορώ να κάνω τον ήρωα πια. Συγχώρεσε με. Απλά δεν μπορώ.

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2009

Καταπίνοντας τα ζάρια ηχογραφώ το πιο αληθινό συγώμη που ζήτησα ποτέ απο μένα. Δεκέμβρηδες. Τρείς διαφορετικοί. Τρείς μεγάλοι δεκέμβρηδες. Τρείς ανεμοστρόβιλοι. Δεν φοβάμαι τα πάρκα Ουρανία. Πόσα παιχνίδια κάναμε σε κείνη την μεγαλούπολη, θυμάσαι; Τώρα παίρνω την βαφτιστήρα μου στο πάρκο και την κρατώ σφικτά. ΦΟβάμαι. Τωρα πια όλα τα φοβάμαι Ουρανία. Σε τούτο το ανεμοστροβιλινό ταξίδι κάνω συνέχεια εμετούς. Λές και κατι νευρογενές να μην με αφήνει να τραφώ Ουρανία. Έπρεπε να κόψω τα μαλλιά μου χτες. Δεν σώζονται, είπε ο ειδικός. Τίποτα δεν σώζεται πια Ουρανία. Εκείνος που θα σε παντρευτεί θα είναι τυχερος έλεγες. Μα δεν είναι. Κατάπια όλα του τα δάκρυα παιδική μου φίλη. Κι όσο τα κατάπινα γένναγα καινούργια. Δεν μπορώ να ζήσω άλλο Ουρανία. Δεν είμαι εγώ, δεν ξέρω αν θα μπορέσω να ξαναγίνω. Κρατάς φυλακισμένη την αγνότητα μου Ουρανία. Κρατούσες τον κόσμο που ονειρεύτηκα ξεχνώντας τετράγωνα κουτιά και σαπουνόπερες. Κρατούσες ένα κόσμο που μπορούσα να συγχωρέσω, να ανακατέψω λίγα χρώματα και να μυρίσω ολονών την αύρα ...το λιβάνι ήταν λίγοτερο απ το θειάφι. Έγινα ένας απο αυτούς Ουρανία. Εγινα εκείνο που ποτε δεν φαντάστηκα. Δεν μπορώ να εξημερώσω άλλους ανθρώπους Ουρανία. Έγινα ένα κτήνος φορώντας μονόγραμα στο λαιμό. Συγχώρεσε με Ουρανία.

Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2009

Μόνο αν γίνεις φταίκτης μπορείς να συγχωρέσεις. Μόνο αν βουτήξεις μεστην πίσσα μπορείς να έχεις ελευθερία κινήσεων. Μόνο αν κοιτάξεις ανάποδα μπορεί κάποτε να καταφέρεις να κοιτάξεις ίσια. Πλαστικότητα του εγκεφάλου. Ο ερωτευμένος χάνει τον ευατό του, γίνεται όμοιος με εκείνον που ερωτεύεται. Δεν είναι όλα ρόζ στην αγάπη. Όσο ο άνθρωπος κονταροκτυπιέται με το ατελές εγώ του θα μπορεί να θεραπέυεται. Είμαι άσχημη. Και δεν νιώθω ενοχές. Είμαι άσχημη. Η πορεία προς την ανάκτηση της άλλοτε αγνότητας έχει για πάντα σβηστεί με την εξέλιξη μου. Θα μπορούσα να ονειρευτώ και να σκοπευτώ προς τη δημιουργία μιας άλλης. Ίσως έτσι να υπάρχει μια αμυδρή ελπίδα για μια καλύτερη ψυχή. Όσο είμαι κατάμαυρη μπορώ να ρουφάω απ τις τρύπες που ονομάζουν ρουθούνια την νηνεμία των κάλλιστων ανθρώπων. Εκείνων που μπένουν σφήνα σαν ρεκλάμα και σιγά σιγά χαλαρώνουν τον κόμπο. Και αναπνέω. Και υπάρχω. Και σχεδόν μοιάζω παιδική. Μέχρι να επιστρέψω στην καλύβα μου. Καμιά φορά συνέχιζω να είμαι. Μέχρι εκείνη την ώρα. Μέχρι ο διακόπτης να γυρίσει ξανά στο on.